Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου


 (μην το διαβάσετε αν δεν αντέχετε)

 (του Ευθύμιου Χριστόπουλου, εκπ/κού-δημοσιογράφου)

Το καλοκαίρι του 1947 ως μαθητής της Β’ τάξης της Εκκλησιαστικής Σχολής Λαμίας, δέχτηκα την παρακίνηση του αείμνηστου Διευθυντού της Δημητρίου Κρικέλα να συγκεντρώσω πληροφορίες από γέρους Λαμιώτες που τις είχαν από τους… πατεράδες τους, για ποιο ήταν το πραγματικό τέλος του Αθανασίου Διάκου.
Ταξι­νομώντας αυτές που συγκέντρωσα, είδα ότι τέσσερες ήταν ακριβώς ίδιες, αν και προέρχονταν από γερόντια που ζού­σαν σε διαφορετικά σημεία της Λαμίας ο καθένας και μά­λιστα ένας παππούς ήταν απ’ τη Ροδίτσα. Διασταυρώνοντας τες αργότερα, με όσα διάβαζα άλλα, καταλάβαινα ότι αυ­τές που είχα ήταν ασφαλώς οι σωστές.
Όταν έπιασαν το Διάκο και τον έφεραν στη Λαμία, τον έκλεισαν σ’ ένα πα­λιό κι εγκαταλειμμένο χάνι, εκεί που σήμερα έχει οικοδο­μηθεί το Λαογραφικό Μουσείο Λαμίας στην οδό Καλύβα – Μπακογιάννη. Αυτοί οι τρεις είχαν περάσει πίσω – δυ­τικά – στο χάνι και από δύο μισοχαλασμένα παραθυράκια είχαν παρακολουθήσει όλη τη νύχτα όλα όσα έγιναν μέσα στο χάνι, τα οποία και αναφέρω στη συνέχεια.:
Μετά τη σύλληψη του Διάκου στα ποριά Δαμάστας, τον έφεραν με συνοδεία ποινών και τραυματισμένο στη Λαμία, οδηγώντας από τη νότια της είσοδο που περνούσε δίπλα από το Γολγοθά (όπως έλεγαν το ξε­κομμένο Λόφο όπου σήμερα είναι το κτίριο του Ορφα­νοτροφείου Αρρένων) και από την οδό Σατωβριάνδου (σήμερα) και συνέχεια τον έφτασαν και τον έκλεισαν μέσα στο παλιό χάνι, όπου σήμερα – πάλι καλά! – έχει ανεγερθεί το Λαογραφικό Μουσείο.
Τον έβαλαν μέσα και τον έδεσαν με σκοινιά σ’ ένα παχνί, το οποίο ήταν και ο πρώτος τόπος του μαρτυρί­ου του.
Εκτός από δύο – τρεις Τούρκους που έμειναν μέσα να τον επιτηρούν, οι άλλοι – όχι όλοι – έμειναν απ’ έξω, ανατολικά σε κάτι δέντρα που ήταν εκεί, περιμένοντας από περιέργεια, ίσως, να ιδούν τι θα γινόταν. Όταν τον έδεσαν κι έφυγαν, ο Διάκος άρχισε να πο­νάει από τα τραύματα που είχε, καταπονημένος κι από την ταλαιπωρία.
Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκαν μέσα δύο άντρες, που από τις φορεσιές τους έδειχναν ότι ήταν μπέηδες. Τον έναν, τον ήξερε από πριν. Ήταν ο Ομέρ Βρυώνης. Τον άλλον όχι. Απ’ ότι όμως εί­χαν ακούσει, υπολόγισαν ότι ήταν ο σκληρός Χαλήλ Μπέης. Αυτός μόνος προχώρησε κι άρχισε να κάνει έλεγ­χο αν είχαν δέσει καλά το Διάκο. Τόσο πολύ φάνηκε ότι, κι ακόμα δεμένον, τον φοβόταν.
Είχε νυχτώσει πια και οι τρεις που είχαν φτάσει εκεί κρυφά άρχισαν καθαρά να βλέπουν τι γίνεται.
Όταν ο Χαλήλ Μπέης σιγουρεύτηκε – το είδαν κα­θαρά αυτό – ότι δεν υπήρχε φόβος διαφυγής, άρχισε να φωνάζει και να απειλεί. Σε μια στιγμή τον είδαν να χτυπάει στο πρόσωπο το Διάκο.
Τον διακόπτει όμως ο άλλος, ο Βρυώνης, που πλησιάζει το Διάκο και τον βλέπουν κάτι να του λέει. Δεν ακούνε όμως. Απ’ ότι βλέπουν όμως, καταλαβαίνουν ότι κάτι τον ρωτάει, γιατί βλέπουν το Διάκο να κουνάει αρ­νητικά το κεφάλι του.
Και ενώ τον βλέπουν να συνεχίζει ήρεμα, σε μια στιγ­μή εξαγριώνεται, φωνάζει και χειρονομεί. Ατάραχος ο Διάκος τον αντιμετωπίζει και κάτι που του λέει, βλέπουν το Βρυώνη οργισμένο να αποχωρεί, αφήνοντας πια το θύμα στο δήμιό του.
Απ’ τις αναλαμπές των δαυλών, ξεχωρίζουν την αγριότητα του Χαλήλ. Τον βλέπουν να τραβάει πιο πέρα τον επικεφαλής της Φρουράς – έτσι τουλάχιστον δεί­χνει – και με νευρικές και απειλητικές κινήσεις,
κάτι του λέει, κι εκείνον να υποκλίνεται κουνώντας το κεφάλι του. Και με μια τελευταία περιφρονητική ματιά που ρίχνει στο Διάκο, τον βλέπουν να φεύγει, δείχνοντας ικανοποι­ημένος.
Ο Διάκος – και οι άλλοι τρεις απ’ έξω – μέσα στο μι­σοσκόταδο βλέπουν δύο Τούρκους να ανάβουν φωτιά σε μιαν άκρη. Πάνω της φέρνουν και βάζουν μια σιδηροστιά κι ένα μεγάλο χάλκινο κακάβι. Βλέπει μετά να ρίχνουν μέσα λάδι που είχαν σ’ ένα γκιούμι.
Στη συνέχεια, μαζί με τον επικεφαλής, πλησιάζουν το Διάκο. Τον ανασηκώνουν, δεμένο καθώς είναι, τον βάζουν να καθίσει πάνω σ’ ένα παλιό ξύλινο σκαμνί που βρέθηκε εκεί, του σηκώνουν τα πόδια, δεμένα καθώς είναι, και του τα δένουν έτσι που να κρέμονται.
Τι θέλουν να κάνουν αναλογίζονται με περιέργεια και αγωνία, οι τρεις που παρακολουθούν, χωρίς να τολ­μήσουν και να ρωτήσουν. Βλέπουν όμως τους άλλους να περιπαίζουν το Διά­κο. Φαίνεται κάτι να λένε και ο Διάκος να κουνάει επί­μονα κι αρνητικά το κεφάλι του. Τι του λένε όμως δεν καταλαβαίνουν. Οπότε, κάθε φορά που ρωτάνε και αρνείται τους βλέπουν να κρατάνε στα χέρια τους μυτε­ρά καρφιά και να τα μπήγουν σιγά πρώτα, πιο δυνατά στη συνέχεια στις πατούσες των ποδιών του Διάκου, ο οποίος κάθε φορά αναταράζεται από τον πόνο.
Η μυρωδιά του Λαδιού που καίγεται μέσα στο κακάβι, φτάνει έντονα στη μύτη και των τριών απ’ έξω και υποπτεύονται τα χειρότερα.
Οι βασανιστές του, όπως έχουν γυμνώσει τα πόδια του, παίρνουν απ’ το κακάβι καυτό λάδι και αρχίζουν σιγά και βασανιστικά να το ρίχνουν στα πόδια του!… Τι­νάζεται κάθε φορά ο Διάκος, τόσο δυνατά λες και θα κό­ψει τις τριχιές όταν το λάδι πέφτει πάνω στα πόδια του.
Αφού είδαν να μην αντιδρά έντονα, αφήνουν τα πό­δια και παίρνουν και του σκίζουν το γιλέκο και την που­καμίσα που φοράει, απογυμνώνοντας το πάνω μέρος του σώματος του με τα χέρια. Κι αρχίζουν τότε να του ρίχνουν καυτό Λάδι με αργές κινήσεις, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη του. Βουβά οδύρεται ο Διάκος, χωρίς να βγάλει μιλιά από το στόμα του. Κι όσο δεν μι­λάει, τόσο αγριεύουν περισσότερο οι βασανιστές του. Και δείχνουν τόσο οργισμένοι, που αν ήταν τρόπος να τον θανατώσουν. Φαίνεται όμως πως έχουν εντολή μόνο να τον βασανίσουν χωρίς και να πεθάνει. Γι’ αυτό συ­νεχίζουν!…
Το σώμα του Διάκου αρχίζει φαίνεται να
νεκρώνε­ται. Όμως το πνεύμα όπως δείχνει, μένει καθάριο, ανέγγιχτο, σταθερό, συνεχίζοντος τις αρνήσεις και εξοργί­ζοντας περισσότερο τους Βασανιστές του.
Αλλά αυτή η κατάσταση τους κάνει να βρίσκουν νέ­ους τρόπους βασανισμών. Οι κινήσεις που κάνουν, δεί­χνοντας διάφορα σημεία του σώματος του, κάνουν τους τρεις που παρακολουθούν να ανατριχιάζουν. Και βλέ­πουν τους βασανιστές να παίρνουν στα χέρια τους τα καρφιά που είχαν και έσπαζαν τις φούσκες που δημι­ουργούνταν στο δέρμα απ’ το καυτό λάδι, να αρχίζουν να κάνουν το ίδιο και στο σώμα και στα χέρια από ψηλά.
Αποκαμωμένοι όμως και οι ίδιοι οι Βασανιστές, που δεν άλλαξαν βάρδια όλη τη νύχτα, βλέπουν ότι δεν πε­τυχαίνουν τίποτα. Και μιας και το λάδι τελείωσε, μιας και έφτασε πια και το ξημέρωμα, σταματούν.
Το Διάκο τον κρατάνε πια όρθιο οι τριχιές που τον έχουν δεμένο.
Τότε και οι τρεις παρατηρητές, απ’ έξω, για να μη γί­νουν αντιληπτοί, έφυγαν με προφυλάξεις, κατευθυνό­μενοι προς το βορεινό μέρος του ρέματος, όπου είχαν αρχίσει να έρχονται δειλά και οι πρώτοι περίεργοι.
Κι όταν πια ο ήλιος έχει ανέβη ψηλά, λύνουν το Διά­κο και σέρνοντας τον τον βγάζουν έξω, χωρίς όμως να δείχνει ότι καταλαβαίνει.
Όσοι είχαν την ευκαιρία να τον δουν το απόγευμα που τον είχαν φέρει, τώρα βλέποντας τον, δεν τον ανα­γνωρίζουν, χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Το μόνο που βλέπουν είναι τα κακοποιημένα ρούχα του.
Σέρνοντας τον προς τα βόρεια, τον περνάνε πέρα από το ρέμα που έκοβε την πλατεία Λαού στα δυο καταμεσίς και τραβώντας ανατολικότερα έφτανε στη Δημοτι­κή Αγορά, από εκεί στο κατάστημα Πολιτικού και μετά κατεβαίνοντας προς τα νότια, απλωνόταν κατά μήκος της οδού Θερμοπυλών.
Όταν τον πέρασαν στο ρέμα, στάθηκαν περίπου ανα­τολικά της σημερινής διπλής βρύσης, γιατί ανατολικό­τερα ετοίμαζαν το στήσιμο της… ψησταριάς!
Κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί γύρω εκεί με την άδεια του Χαλήλ Μπέη βέβαια, γιατί άφησε τον κόσμο να δει τι θα έκαναν στο Διάκο, ώστε να φοβηθεί και να μην επιχειρήσει κανένας άλλος να πράξει το ίδιο, πράγμα που πέτυχε. Κανένας Λαμιώτης δεν φάνηκε να συμμετείχε στην επανάσταση!
Μέσα στο πλήθος που παρακολουθεί με αγωνία, ξε­χωρίζει μια κάπως ηλικιωμένη γυναίκα. Είναι η δόλια μόνα του Διάκου, που είχε μάθει τη σύλληψη του γιου της και ολονυχτίς πεζοπορώντας είχε φτάσει στη Λαμία, όπου δεν περίμενε να δει το σπλάγχνο της έτσι!
Για μια στιγμή βουβαίνονται όλοι. Βλέπουν να φτάνει εκεί ο δήμιος, ονόματι Αλεξίου, κρατώντας ένα σουβλί. Και αμέσως καταλαβαίνουν τι πρόκειται να γί­νει!
Αυτός, τρέμει από το φόβο του, γιατί έχει αυστηρή εντολή να μην του πεθάνει ο Διάκος όταν θα τον σου­βλίζει.
Και αρχίζει το τελευταίο πια μαρτύριο.
Δένοντας το Διάκο ανάσκελα σε ένα σαμάρι, με τα πόδια του ανοιχτά, αρχίζει προσεκτικά ο δήμιος να χώ­νει την πολύ καλό λεπτισμένη άκρη του σουβλιού, ξε­κινώντας απ’ τη βουβωνική χώρα και προχωρώντας προς τα επάνω, περνώντας το σουβλί κάτω οπό το δέρ­μα, μέχρι που το έβγαλε πάνω στην πλάτη του, λίγο κάτω απ’ το δεξιό του το αυτί.
Από κάποιες μικροκινήσεις που κάνει ο Διάκος κάθε φορά που σπρώχνει το σουβλί προς τα επάνω ο δήμιος, δείχνει ότι ακόμα είναι ζωντανός.
Μόλις τελειώνει ο γύφτος, ορμούν Τούρκοι και με σκοινιά δένουν το σώμα γύρω στο σουβλί για να μη σπάσει το δέρμα και ακουμπάνε όρθιο σχεδόν το σουβλί με το Διάκο σ’ ένα δέντρο.
Στη συνέχεια, σπεύδουν να συγυρίσουν τη φωτιά που έχουν ανάψει. Και τότε γίνεται κάτι που ξαφνιάζει τους πάντες.
 
Ένας Τούρκος καβάλα στο ψαρί του άλογο στέκε­ται μπροστά στο σουβλισμένο, βγάζει τη διμούτσουνη όρθια κουμπούρα του και τη στρέφει στο Διάκο. Δύο κουμπουριές ακούγονται που βρίσκουν κατάστηθα το Διάκο. Κι ο Τούρκος κεντρίζοντας το άλογο του, χάνε­ται στην ανηφόρα μέσα στα στενάκια που περιβάλλουν τα χαμηλά σπιτάκια.
Ο Χαλήλ Μπέης, βλέπει συτό και αφρίζει απ’ το θυμό του. Και δίνει εντολή, να βάλουν το Διάκο έτσι, πάνω στη φωτιά, και να τον γυρίσουν λίγο!
Ο κόσμος που παρακολουθεί αυτή την κτηνωδία μέ­νει άφωνος. Στη συνέχεια ο Χαλήλ οργισμένος και ανικανοποί­ητος, δίνει εντολή να πάρουν έτσι με το σουβλί το νε­κρό το Διάκο και πάνε να τον πετάξουν στην άκρη του ρέματος, ανατολικά από το χάνι που τον είχαν, εκεί όπου πέταγαν τις κοπριές των αλόγων που είχαν στους στά­βλους, τους οποίους διατηρούσαν από τη βόρεια πλευρά της Νομαρχίας μέχρι το πέτρινο γυμνάσιο. Τη διαβεβαίωση αυτή είχα απ’ όλα σχεδόν τα γερόντια που ρώτησα το 1947, τότε που φαίνονταν ακόμα οι κρίκοι στο βόρειο τοίχο της θερινής «ΤΙΤΑΝΙΑΣ».
Εκεί λοιπόν, βορειοανατολικά της σκάλας που κα­τεβαίνει σήμερα από την οδό Λυκούργου στην πρώην ψαραγορά, άφησαν το νεκρό ξεσκέπαστο, άταφο, σχε­δόν τρείς ημέρες φρουρούμενο. Οι φρουροί αποχώ­ρησαν την τρίτη ημέρα αφού άρχισε να μυρίζει, οπότε βρήκαν ευκαιρία κάποιοι χριστιανοί οι οποίοι περίμεναν και είχαν προετοιμάσει έναν λάκκο εκεί ακριβώς που σή­μερα είναι ο τάφος του, πήγαν, του έβγαλαν το σουβλί, τον καθάρισαν λίγο και πήγαν και τον έθαψαν, χωρίς να βάλουν πάνω του ούτε έναν σταυρό από φόβο.
Αργότερα, περί το 1860, ο συνταγματάρχης Ρούβαλης που είχε έρθει από την Καλαμάτα με μετάθεση στη Λαμία και είχε πληροφορηθεί πού περίπου είχαν θά­ψει το Διάκο έκανε έρευνες να τον βρει.
Ο παππούς μου που είχε στήσει την παράγκα – πρώ­το μαγαζί του πριν λίγο καιρό, απέναντι δυτικά, όπου μετά χτίστηκε η αποθήκη των αδελφών Κονταξή, είδε στρατιώτες να ανοίγουν μικρούς λάκκους ανατολικά του, ψάχνοντας. Όταν ρώτησε τι ζητάνε, του είπαν ότι ψά­χνουν τον τάφο του Διάκου. Την πληροφορία αυτή είχα από τον πατέρα μου, όπως την είχε ακούσει από τον παπ­πού μου. Σε ένα σημείο, βρήκαν ένα σωρό – σκελετό ανθρώπινου σώματος και αφού δεν είχαν βρεθεί άλλα γύρω, κατέληξαν ότι ήταν του Διάκου. Το συγκέντρω­σαν, το καθάρισαν και τα έβαλαν σε ένα κουτί ξύλινο και τα έθαψαν πάλι στο ίδιο σημείο, τοποθετώντας πάνω μερικές πέτρες και έναν σταυρό με το όνομα του.
Τέλος, στις αρχές του 1900 η Λαμία τίμησε το Διά­κο όπως έπρεπε. Αφού ανακαίνισε τον πρόχειρο τάφο του στο σημείο που είναι ακόμα, έστησε τον υπέρλαμπρο ανδριάντα του στην πλατεία Διάκου, με αποκαλυ­πτήρια επίσημα, παρουσία και του Βασιλέως Γεωργίου Α’ και της βασιλικής οικογένειας, υπουργών, στρα­τιωτικών και άλλων επισήμων, στις 23 Απριλίου 1903.
Πηγή: «Λαμιακή Φωνή»
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Το μεγάλο μυστικό που πήρε στον τάφο της!



Ήταν το μεγάλο της μυστικό. Ο θάνατος που την πόνεσε όσο τίποτα άλλο στη ζωή της και απέφευγε συστηματικά να μιλάει γι' αυτόν. Σε όλες τις συνεντεύξεις της μιλούσε μόνο για την πολυαγαπημένη της μητέρα...
Αντίθετα, αναφορές για τον πατέρα της από την ίδια δεν υπήρξαν ποτέ. Η «News» ανοίγει τον φάκελο «Ιωάννης Βουγιουκλάκης: Νομάρχης Αρκαδίας» και καταγράφει καρέ καρέ όλες τις συγκλονιστικές στιγμές της εκτέλεσης του πατέρα της εθνικής σταρ.

«Τον νομάρχη Αρκαδίας στην Κατοχή Ιωάννη Βουγιουκλάκη, τον πατέρα της Αλίκης, τον σκότωσαν οι αντάρτες με τρόπο βασανιστικό. Θεωρήθηκε συνεργάτης των Ιταλών και των Γερμανών, με αποτέλεσμα μαζί με άλλους τέσσερις, αφού τους χτυπούσαν νύχτα μέρα, σχεδόν μισοπεθαμένους τους έβαλαν να σκάψουν τον τάφο τους. Εκεί αφού τους έριξαν μέσα, τους τουφέκισαν». Με αυτά τα συνταρακτικά λόγια ενός από τους τελευταίους επιζώντες της εποχής εκείνης, του Γιώργου Πετρίδη, αλλά και του αντιστασιακού Ανδρέα Κωτσόπουλου, η «News» αποκαλύπτει για πρώτη φορά το μεγάλο μυστικό της εθνικής μας σταρ Αλίκης Βουγιουκλάκη. Ένα μυστικό που η ίδια θέλησε να πάρει μαζί της στον τάφο. Δεν το αποκάλυψε ποτέ. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι σε καμιά συνέντευξή της η Αλίκη δεν μιλάει για τον πατέρα της, αλλά δίνει όλη της την έμφαση στην πολυαγαπημένη της μητέρα, την κυρία Έμυ.

Πίσω από τα χαμόγελα και τα αστραφτερά φορέματα... Πίσω από τη λάμψη, τη δόξα και τα πλούτη, η Αλίκη, η γυναίκα που δημιούργησε το μύθο του ελληνικού κινηματογράφου, έκρυβε αυτό το μεγάλο μυστικό.

Στην οικογένειά της τα κρυφά δάκρυα της Αλίκης για τον πατέρα Ιωάννη Βουγιουκλάκη ήταν καθημερινή συνήθεια. Η ίδια δεν μπόρεσε ποτέ να το ξεπεράσει κι ας ήταν τότε μικρό κορίτσι. Δεν ήταν, άλλωστε, τυχαίο το γεγονός ότι η ευαίσθητη Αλίκη κάθε τέλος του μήνα έδινε χρήματα σε διάφορα γηροκομεία της Αθήνας, προκειμένου να απαλύνει το δικό της πόνο από τον τόσο πρόωρο (και με τέτοιο τρόπο) χαμό του πατέρα της!

Σήμερα, 70 χρόνια μετά από το θάνατό του, η «News» ταξίδεψε στα απομακρυσμένα χωριά της Αρκαδίας, Πλάτανος και Χάραδρος, συνομίλησε με τους τελευταίους επιζώντες που έζησαν το γεγονός της δολοφονίας και ανοίγει για πρώτη φορά την πολύκροτη υπόθεση του Ιωάννη Βουγιουκλάκη. Ενός περιστατικού που η ίδια η Αλίκη ποτέ μα ποτέ δεν δημοσιοποίησε μη θέλοντας να φέρει στη μνήμη της τα τραγικά γεγονότα εκείνης της περιόδου που σημάδεψαν την παιδική της ψυχή αλλά και την υπόλοιπη ζωή της.



Ο διορισμός από τον Τσολάκογλου

Αρχές 1941. Η Γερμανική σκλαβιά έχει σκεπάσει τα πάντα. Η ιταλική κατοχή έχει ήδη γίνει βίωμα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και αξιωματούχοι του ιταλικού και γερμανικού κράτους έχουν εγκατασταθεί στις μεγάλες πόλεις. Τότε στο τιμόνι της διακυβέρνησης της χώρας βρίσκεται ο στρατηγός Τσολάκογλου, ο οποίος διορίζει όλους τους αιρετούς, προκειμένου να έχει τον έλεγχο της κατάστασης στα χέρια του. Φυσικά το διορισμό του Ιωάννη Βουγιουκλάκη σε νομάρχη Αρκαδίας από την κυβέρνηση Τσολάκογλου δεν τον αναφέρουμε αυθαιρέτως εμείς αλλά ο ίδιος ο Βουγιουκλάκης σε έναν από τους λόγους του προς τον αρκαδικό λαό στις 4 Νοεμβρίου 1941. Το έγγραφο-ντοκουμέντο που παρουσιάζει σήμερα πρώτη φορά δημοσίως η «News» έχει τη σφραγίδα της Εταιρείας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων Πελοποννήσου από όπου και το πήραμε. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης Βουγιουκλάκης σε λόγο του προς τον αρκαδικό λαό: «Αρκάδες, φέρων τον σταυρόν που μου έδωσε η κυβέρνησις του Έλληνος Πατριώτου Στρατηγού Τσολάκογλου ήλθα κοντά σας έτοιμος να ανέβω τον Γολγοθά διά να συγκρατηθεί ό,τι είναι δυνατόν διά να περισωθεί ό,τι είναι δυνατόν και με τον ηρωικό μας μόχθον και την ειλικρινήν και έντιμον εις την Ευρωπαϊκήν πραγματικότητα προσήλωσίν μας να ανατείλουν αι καλλίτεραι ημέραι της πατρίδος μας».

Για την προσωπικότητα αλλά και τον βίο του τότε νομάρχη Αρκαδίας Ιωάννη Βουγιουκλάκη, οι απόψεις διίστανται. Πολλοί τον θεωρούν φιλεύσπλαχνο και άνθρωπο που φρόντιζε τον αρκαδικό λαό. Οι αντιστασιακοί από την άλλη τον θεωρούν άνθρωπο των Ιταλικών και Γερμανικών Αρχών, άρα εχθρό της Ελλάδας. Η News θέλοντας να υπάρξει πλήρης αντικειμενικότητα στο ρεπορτάζ, παρουσιάζει όλες τις εκδοχές όπως τις κατέγραψε στα χωριά και τους τόπους που θήτευσε ο νομάρχης Αρκαδίας Ιωάννης Βουγιουκλάκης καθώς και σε έγγραφα της εποχής εκείνης.



Τους χτυπούσαν το κεφάλι στο δρόμο

Η επίσκεψή μας στο χωριό Πλάτανος Αρκαδίας. προκειμένου να βρούμε ανθρώπους να μιλήσουν για τον Ιωάννη Βουγιουκλάκη, κρύβει μια έκπληξη. Μια ζωντανή ιστορία! Ο 86χρονος Γιώργος Πετρίδης, που έζησε τα γεγονότα εκείνης της εποχής ως 14χρονο παιδί, μας αναφέρει τον Βουγιουκλάκη σαν έναν καλοκάγαθο νομάρχη ο οποίος βοηθούσε τους πολίτες. «Ο Βουγιουκλάκης θεωρούνταν καλός άνθρωπος για τον απλό λαό. Είχε βάλει ορισμένα πράγματα σε μια αποθήκη προκειμένου να τα μοιράσει στους Τριπολιτσιώτες. Τότε, λοιπόν, ερχόμενοι οι Γερμανοί στην Τρίπολη άνοιξαν τις αποθήκες και πήραν τα τρόφιμα, με αποτέλεσμα να θεωρήσουν οι αντάρτες ένοχο τον Βουγιουκλάκη».



Στα μάτια του υπερήλικα γέροντα διακρίνεις τις εικόνες που ο ίδιος βίωσε. Βγάζουν σπίθες. Θυμάται λεπτό προς λεπτό τα γεγονότα. «Μετά από μέρες, οι αντάρτες κατάφεραν να πιάσουν τον Βουγιουκλάκη και να τον φέρουν μαζί με άλλους τέσσερις εδώ στο χωριό Χάραδρο, που βρίσκεται λίγο μακρύτερα από τον Πλάτανο». Τα δραματικά γεγονότα που ο 86χρονος μαρτυρά φανερώνουν και την αγριότητα της εποχής. «Ο Βουγιουκλάκης έφαγε τόσο ξύλο που δεν μπορούσε να ζήσει άνθρωπος μετά από αυτό. Ήταν νύχτα, εγώ δεν τους είχα δει, όμως ένας μεγαλύτερος από εμένα ονόματι Τερζάκης, που ήταν μπροστά στο περιστατικό, μας έλεγε πριν μερικά χρόνια πως τόσο ξύλο ούτε ένα μεγάλο ζώο δεν θα άντεχε. Τους χτυπούσαν το κεφάλι στο δρόμο. "Μίλα ρε", του έλεγαν. "Τι να σας πω ρε παιδιά. Δεν ξέρω τίποτα. Γιατί να πάρω και άλλους στο λαιμό μου" τους έλεγε».




Ξέθαψε τα οστά του πατέρα της

Ο υπερήλικας γέροντας σηκώνεται από την καρέκλα του. Πηγαίνει προς το μπαλκόνι. «Εκεί απέναντι στη στάνη ήταν ο τάφος τους. Τους έθαψαν και τους τέσσερις σε ένα μνήμα. Σήμερα το μνημείο έχει οργωθεί από γεωργούς». Όπως εκμυστηρεύεται ο Γιώργος Πετρίδης στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 όλο το χωριό Πλάτανος βρίσκεται στο πόδι. Η είδηση ότι η μεγάλη πρωταγωνίστρια Αλίκη Βουγιουκλάκη έχει έρθει να πάρει τα οστά του πατέρα της συγκλονίζει όλους τους κατοίκους. «Είχε φέρει μαζί της και εργάτες για να ξεθάψει τα οστά του πατέρα της», λέει και χαμογελά ο 86χρονος στο άκουσμα και μόνο του ονόματος της Αλίκης! Λίγο αργότερα, και ενώ μας ξεναγεί στο χωριό του, ο Γιώργος Πετρίδης επιβιβάζεται στο αμάξι με σκοπό να μας πάει στον τόπο της δολοφονίας του Βουγιουκλάκη. Σε ένα ξέφωτο μεταξύ του χωριού Χάραδρος και Πλάτανος, οι αντάρτες, αφού σέρνουν τον Βουγιουκλάκη με τους τέσσερις συλληφθέντες και μετά από άγριο ξυλοδαρμό -σχεδόν θανάτου-, τους αναγκάζουν να σκάψουν τον τάφο τους. «Εδώ μέσα τους έριξαν και σχεδόν μισοπεθαμένους τους τουφέκισαν. Και η εκτέλεση έγινε εδώ απόμερα, για να μην ακουστεί στα δύο χωριά», λέει ο Γιώργος Πετρίδης.


Η σύλληψη και οι τελευταίες ώρες

Αναζητώντας μέσα από το ρεπορτάζ την αλήθεια της δολοφονίας του νομάρχη Αρκαδίας Ιωάννη Βουγιουκλάκη, πατέρα της Αλίκης, για μία ακόμα φορά ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο με την Ιστορία. Μία από τις σημαντικές μαρτυρίες που ρίχνουν φως στη δολοφονία είναι και αυτή του 90χρονου σήμερα αντιστασιακού Μίμη Μαζωμένου, του ανθρώπου που έζησε από πολύ κοντά τον τότε νομάρχη, λόγω της ΕΠΟΝ, ο οποίος με άδειά του μας παραχώρησε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αρκαδικά Νέα» το Μάιο του 2010. Ο κ. Μαζωμένος μάς ζήτησε να ειπωθεί αυτούσια η αλήθεια για τη δολοφονία του Βουγιουκλάκη, χωρίς να την ωραιοποιήσουμε λόγω της εθνικής μας σταρ Αλίκης Βουγιουκλάκη. Μετά από δύο μακροσκελή κείμενα που αναφέρονται στην περίοδο διοίκησης της Νομαρχίας από τον Βουγιουκλάκη, καταλήγει ο κ. Μαζωμένος: «Τέλος Δεκεμβρίου 1943, αρχές Γενάρη 1944 βρισκόμαστε με το 2ο Τάγμα του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στο Μοναστήρι Άη Θανάση, στα Καλύβια Φενεού Κορινθίας. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Καθόμαστε με τον αξέχαστο φίλο και συναγωνιστή μου Τάκη Μπιτσάνη και κουβεντιάζαμε αναπολώντας τη ζωή μας στην Τρίπολη όταν μας πλησίασε ο Καπετάνιος του Τάγματος -και κατοπινά του Συντάγματος- ο Ηρακλής ο Τζάθας και μας έδωσε την είδηση ότι επάνω στο Ηγουμενείο βρίσκεται ο Βουγιουκλάκης, που μας τον έφεραν κρατούμενο. Τον είχαν συλλάβει σε έναν σταθμό του σιδηροδρομικού άξονα Τρίπολης-Κορίνθου συνοδεύοντας ένα βαγόνι γεμάτο ληστευμένα αγροτικά προϊόντα όπως μας είπαν με προορισμό την Αθήνα. Τον επισκέφθηκα σε ένα κελί που στο μεταξύ τον είχαν μεταφέρει... Ήταν ένα ανθρώπινο κουρέλι. Αυτός ο υπερόπτης "άφτερος Ντούτσε" ήταν ένα άθλιο, αξιοθρήνητο και τρομαγμένο ανθρωπάκι. Πραγματικά ήταν να τον λυπάσαι», λέει ο Μίμης Μαζωμένος και συνεχίζει την περιγραφή του. «Κάθε αντάρτη που έβλεπε τον ικέτευε να τον σώσει. Του εξήγησα ότι εμείς δεν έχουμε δικαιοδοσία σε παρόμοια θέματα. Δεν είμαστε δικαστήριο, ούτε καν ανακριτικό γραφείο. "Η μόνη μας υποχρέωση και ευθύνη είναι να σε προωθήσουμε στις αρμόδιες Υπηρεσίες (Πολιτοφυλακή και Ανακριτικό Γραφείο) που βρίσκονται στην Κυνουρία. Εκεί θα δώσεις εξηγήσεις για τη συμπεριφορά σου σαν συνεργάτης των κατοχικών στρατευμάτων". Την επομένη το πρωί, παρουσία όλων των ανδρών του Τάγματος που είχαν συγκεντρωθεί για να δουν τον πρώην παντοδύναμο Βουγιουκλάκη -καθώς το όνομά του ήταν πασίγνωστο σε όλο τον Μωριά, και όχι μόνο, για τα κατορθώματά του, κυρίως στη λεηλασία της αγροτικής σοδειάς- και με συνοδεία ανταρτών πήρε το δρόμο για την Κυνουρία. Αυτή η σκηνή θα μου μείνει χαραγμένη στο νου για πάντα. Μια φιγούρα σε πλήρη ψυχική κατάρρευση. Βλέποντας αυτή την εικόνα αυτόματα σου έρχονταν στο μυαλό τα παλικάρια που ολόρθα, περήφανα στέκονταν μπροστά στα έξι τουφέκια ζητωκραυγάζοντας για την Ελλάδα, τη λευτεριά και τον αδούλωτο λαό μας. Όπως μάθαμε αργότερα, δικάστηκε στην Κυνουρία σε ανοιχτή δίκη από λαϊκό δικαστήριο και εκτελέστηκε».

















Αντώνης Βουγιουκλάκης: «Ο πατέρας μου ήταν ηρωική μορφή...»

Ο γιος του αείμνηστου Ιωάννη Βουγιουκλάκη και αδερφός της Αλίκης, Αντώνης, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία της «News», για πρώτη φορά μιλάει για τον πατέρα του: «Όσες φορές έτυχε να βρεθώ σε εκείνα τα μέρη, οι περισσότεροι μου μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον πατέρα μου. Μας λένε πόσο πολύ βοήθησε τον κόσμο και πολλά άλλα εκπληκτικά πράγματα που έκανε τα οποία και εμείς οι ίδιοι δεν γνωρίζαμε», λέει ο Αντώνης Βουγιουκλάκης και συνεχίζει τη σύντομη περιγραφή του, καθώς όπως λέει ήταν πολύ μικρός και δεν έζησε τα γεγονότα για να μπορεί να έχει εικόνες εκείνης της περιόδου. «Ο πατέρας μου ήταν από τις πιο σημαντικές και ηρωικές μορφές της εποχής εκείνης, καθώς έσωσε πολύ κόσμο. Αναμφισβήτητα όμως, η έλλειψη του πατέρα είναι από τις πιο συνταρακτικές στιγμές στη ζωή ενός παιδιού». Στην ερώτησή μας αν τελικά δολοφονήθηκε από αντάρτες, ξαφνιασμένος και δυσανασχετώντας μας απαντά: «Δεν είναι οι κατάλληλες εποχές για να αναμοχλεύσουμε τέτοια γεγονότα. Γιατί όταν υπάρχει λόγος θα υπάρχει και αντίλογος και πάει λέγοντας». Κλείνοντας τη συζήτηση ο Αντώνης Βουγιουκλάκης δεν παραλείπει να αναφερθεί στην αδερφή του Αλίκη και στο στίγμα που της άφησε ο θάνατος του πατέρα τους, μέχρι την τελευταία της ώρα: «Η Αλίκη συνεχώς έκλαιγε για τον πατέρα μας. Δεν ήθελε να το πιστέψει όλο αυτό. Της άφησε μεγάλη πληγή αυτό το δυσάρεστο γεγονός», μας λέει.



«Έριχναν μεγάλα λιθάρια πάνω στα κεφάλια τους»

Στο βιβλίο «Εθνική Αντίστασις 1941-45» του Κοσμά Εμμ. Αντωνόπουλου είναι καταγεγραμμένη με κάθε λεπτομέρεια η δολοφονία του Ιωάννη Βουγιουκλάκη. Με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ο Κοσμάς Αντωνόπουλος περιγράφει το τραγικό τέλος του πατέρα της Αλίκης! «Εις το στρατόπεδον συγκεντρώσεως Χαράδρου Κυνουρίας ήσαν 65 κρατούμενοι, από διάφορες περιοχές Τριπόλεως. Επιστήμονες, υπάλληλοι, αγρότες, επαγγελματίες, νέα παιδιά, ήσαν φυλακισμένοι από τους κομμουνιστάς, διότι δεν τους ακολουθούν. Τούς βασανίζουν κάθε ημέρα, κάθε νύκτα και οποίους θελήσουν παίρνουν λίγους λίγους, ομάδες και τους εκτελούν, τους αποτελειώνουν. Εκεί είναι, μεταξύ άλλων, ο Γ. Βουγιουκλάκης από την Λακωνίαν, ο Αναστάσιος Καναβάρος από την Λακωνίαν, ο Σαράντος Πουρναράς από το Πάπαρι Μαντινείας, ο Γεώργιος Τράκας από Πάπαρι Μαντινείας και ο Τάκης Κουγιούφας εκ Τριπόλεως. Ο Βουγιουκλάκης είχε υπηρετήσει ως νομάρχης Αρκαδίας κατά τά έτη 1941-43 και είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες εις όλους τους κατοίκους. Με την ικανότητά του και την δραστηριότητά του είχε προμηθεύσει τρόφιμα εις τους κατοίκους. Με την αυτοθυσίαν του και την πολιτικότητά του είχε κατορθώσει να σώση πολλούς από το εκτελεστικό απόσπασμα των Ιταλογερμανών. Και ο οπλαρχηγός Γρηγόριος Μαντζουράνης βεβαιώνει ο ότι ο Βουγιουκλάκης τον εβοήθησε να σωθή από τους Ιταλούς το 1941. Το 1942 παραιτείται από νομάρχης, διότι δεν είχεν ελπίδες, πλέον, να προσφέρη υπηρεσίες στον τόπο και επιστρέφει εις την Αθήνα πλησίον της οικογενείας του. Αλλά πεινάει ή οικογένειά του. Αναγκάζεται κατά Νοέμβριον 1943, να γυρίση εδώ και εκεί, να εΰρη λίγα τρόφιμα με ανταλλαγή ρούχων που είχε μαζί του και πηγαίνει εις τα χωριά της Κορινθίας. Εκεί τον συλλαμβάνουν οι κομμουνισταί και τον μεταφέρουν εις το στρατόπεδον Χαράδρου Κυνουρίας. Ο Αναστάσιος Κανάβαρος το 1941 υπηρετούσε ως φύλαξ φυλακών Τριπόλεως. Τον Νοέμβριον 1943 τον συλλαμβάνουν οι κομμουνισταί και τον φέρνουν και αυτόν στο ίδιο στρατόπεδο, χωρίς κανένα λόγον. Διά την ομάδα αυτήν των κρατουμένων οι κομμουνισταί αρχίζουν ειδικά βασανιστήρια. Τους παίρνουν κάθε πρωί από το στρατόπεδο, τους μεταφέρουν εις απόστασιν 100 μέτρων και τους αρχίζουν εις το ξύλο μέχρις αίματος. Αυτό συνεχίζεται κάθε πρωί, μέχρις ότου τους έσπασαν τα πόδια και τα χέρια. Επειδή δεν ημπορούσαν να βαδίσουν πλέον, τους βασανίζουν παρουσία όλων των κρατουμένων του στρατοπέδου. Μαζί με τους κρατουμένους είναι και ο Στέφανος Χατζόπουλος, σύνδεσμος των ανταρτών του Ε.Σ. Ταϋγέτου, από το Ανεμοδούρι Μεγαλοπόλεως. Οι κομμουνισταί κουράζονται να τους κτυπούν. Ο Βουγιουκλάκης από τους πολλούς πόνους έλεγε: "Άνοιξε γη να μπω μέσα!". Όλοι είχαν μείνει κάτω, σαν σακκιά, σωροί ανθρώπων. Την 31ην Δεκεμβρίου 1943, αποφασίζουν, πλέον, να τους εκτελέσουν, αλλά δεν μπορούν να βαδίσουν, δεν ημπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους. Φέρνουν, λοιπόν, τρία μουλάρια και τους φόρτωσαν και τους πέντε, από εδώ και από εκεί, σαν φόρτωμα με σακκιά ή ξύλα. Τους μετέφεραν σε απόστασιν 150 μέτρων και τους έρριξαν μέσα σε μια νεροφαγιά, δηλ. σε ένα ανοιγμένο λάκκο από το νερό. Μετά για να τους αποτελειώσουν, τους έριχναν επάνω τους μεγάλα λιθάρια και τους έσπασαν τα κεφάλια τους... Έπειτα οι κομμουνισταί επέστρεψαν στο στρατόπεδον, διηγούντο τα έργα των και υπερηφανεύοντο διά το κατόρθωμά των».



Του Νίκου Νικόλιζα