Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Συνομιλίες και συμφωνίες Γερμανών – Κ.Κ.Ε στην Αθήνα


Πηγή: Απόσπασμα ομιλίας του Γερμανού Ροναλντ Χάμπε, πολιτικού συμβούλου του Γερμανού στρατιωτικού διοικητή της Ελλάδος, Στρατηγού Χέλμουτ Φέλμυ, στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκής Ιστορίας του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, 25/11/1954
“Θα μπορούσε κανείς, για παράδειγμα, να εξιστορήσει, πόσο παράξενο ήταν όταν, τις εβδομάδες εκείνες, μπροστά στα μάτια των δυνάμεων κατοχής μια κομμουνιστική μονάδα, έχοντας σχηματίσει, ακριβώς όπως συνηθίζεται στα στρατόπεδα, μεγάλη ουρά, παρελάμβανε συσσίτιο, ή όταν μέσα στην πόλη, γερμανικές μονάδες στρατού περνούσαν μπροστά από ένστολους και με σύγχρονα όπλα εξοπλισμένους φρουρούς κομμουνιστικών ομάδων, τη στιγμή πού ο ανταρτοπόλεμος μαίνονταν άμεσα μπροστά στις πύλες της πόλης. Έτσι συνέβη και το έξης παράδοξο: φάλαγγες από αυτοκίνητα με προορισμό το αεροδρόμιο Τατοΐου, περνούσαν μέσα στην πόλη ειρηνικά μπροστά από φρουρούς του ΕΛΑΣ, ενώ η Βέρμαχτ τους παρείχε από τα όρια της πόλης ως το Τατόι συνοδεία για να τις προστατεύσει από τους παρτιζάνους του ΕΛΑΣ.
Θα έπρεπε να αναρωτηθεί κανείς επιπλέον, πώς συνέβαινε, ακριβώς αυτές οι αντάρτικες ομάδες των κομμουνιστών να έχουν τέτοια δύναμη και τέτοια απήχηση σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Εδώ δεν θα αρκούσε να υποδείξουμε ως αιτίες, την αποθαρρυντική επίδραση της συντριβής, την έλλειψη κάποιας κυβερνητικής εξουσίας, την κατάσταση μεγάλης οικονομικής ένδειας ή το λιμό του 1941-42, πού ενέσκηψε με το βρετανικό αποκλεισμό της Ελλάδας και επιδεινώθηκε με τις πολλαπλές καταστροφές της μοναδικής σιδηροδρομικής σύνδεσης με την Ευρώπη, από ομάδες δολιοφθοράς των Συμμάχων. Θα έπρεπε να γυρίσει κανείς πίσω, στην εποχή του Έλληνα πρωθυπουργού Μεταξά, στην απαγόρευση πού εκείνος επέβαλε στις πολιτικές οργανώσεις, απαγόρευση πού στην πραγματικότητα μόνον οι κομμουνιστές ξεπέρασαν, επειδή, ήδη πριν από τον πόλεμο, τους εξανάγκασε να καταφύγουν σε καλοσχεδιασμένες παράνομες μεθόδους.
Ακόμα και ο ανταρτοπόλεμος ήταν από την άποψη αυτή απολύτως κατανοητός. Βεβαίως, ο πόλεμος αυτός είχε και τις σκοτεινές του όψεις. Οι αντάρτικες ομάδες, μπορεί να επιθυμούσαν να αναγνωρισθούν ως τακτικά στρατεύματα, οι αριστεροί όμως κυρίως, αντάρτες, αγνόησαν αρκετά συχνά το διεθνές δίκαιο πολέμου.
Απαρίθμησα κάμποσες περιπτώσεις ενόπλων επιθέσεων από αντάρτες πού δεν έφεραν καν στρατιωτική περιβολή ή, ακόμα χειρότερα, φορούσαν εξαρτήματα από γερμανικές στολές. Θύμιζαν τις θηριωδίες και κυρίως τους αποτρόπαιους ακρωτηριασμούς Γερμανών στρατιωτών. Αυτού του είδους τα περιστατικά οδήγησαν, δυστυχώς, σε μια γενική όξυνση, και προκάλεσαν τα γερμανικά αντίποινα, για τα οποία εγώ ο ίδιος λυπούμαι. Λυπηρότερο όμως απ’ όλα είναι το γεγονός πώς αυτές οι επιθέσεις των ανταρτών, πού έσπειραν τόση δυστυχία σε ολόκληρη την Ελλάδα, δεν είχαν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα ως προς τη διάρκεια της κατοχής στη χώρα, Δεν ήταν οι επιθέσεις των ανταρτών πού υποχρέωναν τους Γερμανούς να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, ήταν το ρήγμα στο ρωσικό μέτωπο. Είπα επίσης, πώς εδώ και αρκετό καιρό η προσπάθεια των ανταρτών αποσκοπούσε κυρίως στην κατάληψη τής εξουσίας μετά την αποχώρηση των Γερμανών.
Οι άνθρωποι του ΕΛΑΣ με τους οποίους ήρθα τότε σε επαφή ήταν ο ταγματάρχης Βελής, ο λοχαγός Μπαλάσκας και ο κύριος Γιάννης Δαμοράκης. Ο ταγματάρχης Βελής, αξιωματικός των στρατευμάτων του ΕΛΑΣ, καταγόταν από καλό αθηναϊκό σπίτι της Κηφισίας. Είχα την εντύπωση πώς δεν ήταν πεπεισμένος κομμουνιστής. Ο λοχαγός Μπαλάσκας ήταν ένας άκαμπτος φανατικός οπαδός της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Ο Γιάννης Δαμοράκης, πολιτικός υπεύθυνος του ΕΛΑΣ στην περιοχή Αττικής-Βοιωτίας, ήταν ένας καλόκαρδος άνθρωπος πού είχε στην ψυχή του την κομμουνιστική ιδεολογία σαν ένα αγνό ιδεώδες – ταυτόχρονα, ήταν αφοσιωμένος στην πατρίδα του.
Η πρώτη επαφή έγινε με τον ταγματάρχη Βελή. Συζητήθηκε η δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με τον στρατηγό Σαράφη, αρχηγό των αντάρτικων ομάδων του ΕΛΑΣ. Αρχικά, έπρεπε να γίνει ενημέρωση σχετικά με την βασική τοποθέτηση του στρατηγού Σαράφη. Ο ταγματάρχης Βελής ανέλαβε να θέσει το ζήτημα, μέσω ασυρμάτου, στο στρατηγείο των ανταρτών στη Βόρεια Ελλάδα. Σύντομα, έφερε την απάντηση – μισή σελίδα λεπτό χαρτί γραφομηχανής, με τη σφραγίδα της δεύτερης μεραρχίας του ΕΛΑΣ και την υπογραφή “Λογοθέτης”. Το μηχανογραφημένο κείμενο ήταν το ακόλουθο: “Συμφωνούμε για συνάντηση. Απαραίτητη παρουσία βρετανών αξιωματικών συνδέσμων“.
Αυτό δεν είχε ενδιαφέρον για μας. Βγάλαμε πάντως το συμπέρασμα, πώς οι Βρετανοί υπέκλεπταν την ασύρματη επικοινωνία του ΕΛΑΣ. Στη συνέχεια, στείλαμε ένα μεσάζοντα στο στρατηγό Σαράφη, ο όποιος έφερε σε λίγες μέρες την απάντηση: Ο στρατηγός Σαράφης θα έδινε εντολή στα στρατεύματα του ΕΛΑΣ, να αποφύγουν εχθροπραξίες με το γερμανικό στρατό.
Πράγματι, λίγο αργότερα κυκλοφόρησε στην Αθήνα μια προκήρυξη με την υπογραφή του στρατηγού Σαράφη, και με την εντολή να μην παρεμποδισθούν οι Γερμανοί κατά την αποχώρηση τους από την Ελλάδα να σταματήσουν επίσης οι βίαιες ενέργειες εναντίον του γερμανικού στρατού. Οι τοίχοι των σπιτιών στους αθηναϊκούς δρόμους ήταν, εκείνο τον καιρό, στρωμένοι κανονικά με προκηρύξεις των πιο διαφορετικών κατευθύνσεων και δεν χρειαζόταν παρά να δρασκελίσει κανείς την πόρτα του για να ενημερωθεί πλήρως, μέσα σε λίγα λεπτά.
Δίπλα στην προκήρυξη του στρατηγού Σαράφη, τοιχοκολλήθηκε ήδη την επόμενη μέρα μια άλλη, με την υπογραφή τής Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ, και με την καρικατούρα ενός Γερμανού στρατιώτη του πεζικού πού είχε πέσει σε μια ποντικοπαγίδα την εικόνα συνόδευε ή λεζάντα: “Κανένας Γερμανός στρατιώτης δεν πρέπει να φύγει ζωντανός από την Ελλάδα.”. Μια και αμφιβάλλαμε για το κατά πόσον αυτά εξέφραζαν την πραγματική θέση των κομμουνιστών ή αν επρόκειτο για προβολή προς εσωτερική κατανάλωση, στείλαμε ένα μεσάζοντα στον κομμουνιστή ηγέτη Σιάντο αυτό, εν αγνοία του Φούμη ο όποιος έφερε την έξης απάντηση: Οι κομμουνιστές θα κρατήσουν παθητική στάση απέναντι στο γερμανικό στρατό. Το αν τέτοιοι μεσάζοντες εκτελούσαν πράγματι την αποστολή τους, ή αν μας κορόιδευαν, αυτό ήταν δύσκολο να το ελέγξει κανείς. Η πραγματική ακολουθία των γεγονότων απέδειξε τελικό την αξιοπιστία του μάρτυρα. Τότε όμως δεν ξέραμε αν και κατά πόσον θα έπρεπε να δώσουμε πίστη σε τέτοιες διαβεβαιώσεις.
Σε άλλες ωστόσο περιπτώσεις αποδείχθηκε ότι ή επαφή με τους κομμουνιστές ήταν άμεσα επωφελής- μας προφύλαξε μάλιστα συχνά από διάφορες κακοτοπιές.
Την μια από τις περιπτώσεις αυτές την προκάλεσε ένα τηλεγράφημα του στρατηγού Σκόμπυ από το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Το τηλεγράφημα αυτό, το όποιο τοιχοκολλήθηκε στους αθηναϊκούς δρόμους με τη μορφή προκήρυξης, καλούσε τον ΕΛΑΣ να εκκενώσει αμέσως την Αθήνα και την Αττική. Ταυτόχρονα όριζε το στρατηγό Σπηλιωτόπουλο ως υπεύθυνο διοικητή αυτής τής περιοχής.
Η αξίωση αυτή έδειχνε πώς στο Επιτελείο των Συμμάχων δεν ήταν επαρκώς ενημερωμένοι για τον πραγματικό συσχετισμό των δυνάμεων στην περιοχή τής Αθήνας. Στην πραγματικότητα οι κομμουνιστές αισθάνονταν, και με το δίκιο τους, τόσο ισχυροί ώστε δεν σκέφτονταν καν να ακολουθήσουν αυτή την εντολή. Αντίθετα, συμπέραναν πώς ήθελαν να τους απομακρύνουν από την ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, για να τους εμποδίσουν να καταλάβουν την εξουσία μετά την εκκένωση. Γι’ αυτό και άρχισαν τις προετοιμασίες, έτσι ώστε να προχωρήσουν στην κατάληψη τής εξουσίας πριν από την αποχώρηση. Σύντομα, μάθαμε για το σχέδιο και τις προετοιμασίες τους και πληροφορηθήκαμε ταυτόχρονα πώς είχαν την πρόθεση νά ανακηρύξουν το στρατάρχη Οθωναίο ως στρατιωτικό διοικητή στη θέση του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου.
Η κατάσταση στην Αθήνα ήταν στο έπακρο απειλητική. Σύμφωνα με αξιόπιστα στοιχεία, τα όποια προέρχονταν εν μέρει από την Ειδική Ελληνική Ασφάλεια και εν μέρει από προσωπικότητες του εθνικού, αντικομουνιστικού χώρου, ή δύναμη των στρατευμάτων του ΕΛΑΣ στην περιοχή τής Αττικής αποτελούνταν τότε από 44 τάγματα με 400-600 άνδρες το καθένα. Υπήρχαν επιπλέον, ως εφεδρικοί σχηματισμοί, οι αντάρτικες ομάδες του ΕΑΜ, οι όποιες μπορούσαν να είναι πολύ επικίνδυνες σε οδομαχίες. Το Φεβρουάριο του 1945, όταν επετεύχθη κατάπαυση των εχθροπραξιών ανάμεσα στα βρετανικά στρατεύματα και σε εκείνα των Ελλήνων κομμουνιστών, κατατέθηκαν από τους τελευταίους, σύμφωνα με τους υπολογισμούς τής αρμόδιας υπηρεσίας: 41.500 όπλα, 2015 οπλοπολυβόλα, 163 οβιδοβόλα και 32 πυροβόλα. Και βεβαίως, οι πάντες ήξεραν ότι αυτά δεν ήταν όλα.
Έπρεπε κάτι να γίνει για να αποφευχθεί αυτή ή επικίνδυνη εξέλιξη. Ο Φούμης μεσολάβησε για μια νέα συνάντηση με τους κομμουνιστές. Τους κατέστησα σαφές, πώς στην περίπτωση ένοπλης σύρραξης, ο γερμανικός στρατός θα είναι υποχρεωμένος να απαντήσει και αυτός με τη βία των όπλων. Παρ’ όλη την πολυάριθμη δύναμη των στρατιωτικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ, θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους ότι πρόκειται για πρόχειρα συγκροτημένες ομάδες, οι όποιες δεν μπορούν να αναμετρηθούν με έναν έμπειρο τακτικό στρατό, πόσο μάλλον πού ο γερμανικός στρατός είχε στη διάθεση του όπλα αντιαρματικά, αντιαεροπορικά, πυροβολικό, τεθωρακισμένα και αεροπλάνα.
Σε μια τέτοια αντιπαράθεση, το λιγότερο πού θα μπορούσε να συμβεί στα στρατεύματα του ΕΛΑΣ, θα ήταν να εξασθενίσουν οι δυνάμεις τους. Επιπλέον, είπα τελικά, ένας ηλικιωμένος άρρωστος άνθρωπος, εννοούσα τον Οθωναίο δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως η κατάλληλη προσωπικότητα πού θα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στα καθήκοντα ενός στρατιωτικού διοικητή, στην παρούσα κρίσιμη κατάσταση. Όταν το είπα αυτό, ο λοχαγός Μπαλάσκας παρατήρησε άθελα του. “Και αυτό λοιπόν το ξέρετε!”. Πήρε πολλή ώρα μέχρι να πεισθούν οι εκπρόσωποι του ΕΛΑΣ, ότι στην περίπτωση πού δημιουργηθούν ταραχές, ο γερμανικός στρατός δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να επιτεθεί. “Άλλωστε, ήδη τότε γίνονταν συνέχεια συμπλοκές στην περιοχή της πρωτεύουσας. Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Τις τελευταίες εβδομάδες, γινόταν στην Αθήνα, καθημερινά, μέρα και νύχτα, ανταλλαγή πυρών. Ωστόσο, οι αψιμαχίες αυτές είχαν τοπικό χαρακτήρα, ήταν τοπικά και χρονικά περιορισμένες και δεν επηρέαζαν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Στη Νέα Σμύρνη, για παράδειγμα, ανταλλάσσονταν πυροβολισμοί κάθε πρωί, την ίδια ακριβώς ώρα έτσι, σαν να γινόταν κάποιος ποδοσφαιρικός αγώνας. Πριν και μετά, η καθημερινή ζωή συνέχιζε το ρυθμό της. Εντυπωσιακό ήταν ότι, στη διάρκεια αυτών των συμπλοκών, έπεφταν τόσο πολλά κεραμίδια από τις στέγες των σπιτιών. Προφανώς, πυροβολούσαν συχνά στον αέρα. Οι ακροβολισμοί αυτοί διεξάγονταν από σχετικά μικρές ομάδες δράσης των ριζοσπαστικών οργανώσεων και κατέληγαν περιστασιακά μόνο σε σοβαρότερες μάχες. Στην περιοχή του Αστεροσκοπείου, για παράδειγμα, έγινε κάποια στιγμή, ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους εθνικόφρονες, μια μάχη πού κράτησε ένα εικοσιτετράωρο.
Σε γενικές γραμμές, οι επιθέσεις δεν στρέφονταν εναντίον του γερμανικού στρατού. Εγώ ο ίδιος χρειάστηκε κάποια φορά να διασχίσω ένοπλος ένα δρόμο και βρέθηκα τυχαία ανάμεσα σε δύο τέτοιες ομάδες πού αντάλλασσαν πυροβολισμούς. Από τη μια μεριά δόθηκε σήμα-κάποιος φώναξε: “Γερμανός!” και οι πυροβολισμοί σταμάτησαν προσωρινά. Διέσχισα το δρόμο, και τότε μόνο ξανάρχισε ή ανταλλαγή πυρών. Από τη μεριά του πάλι ο γερμανικός στρατός, καθώς βρισκόταν μέσα σε κλίμα αποχώρησης, δεν είχε καμιά πρόθεση να αναμιχθεί, εκτός εάν γινόταν άμεσα επίθεση εναντίον του, ή εάν γινόταν να απειλείται ή δημόσια τάξη, πράγμα πού θα γινόταν αναμφίβολα σε περίπτωση βιαίας επίθεσης των κομμουνιστών.
Μια τέτοια επίσημη απόπειρα ανατροπής φαινόταν να έχει ξεθυμάνει. Οι κομμουνιστές ωστόσο προσπαθούσαν παρά ταύτα να επιτύχουν τον στόχο τους, με εμμέσους τρόπους. Συχνά έφταναν στη Γενική Διοίκηση πληροφορίες σύμφωνα με τις όποιες, περιοχές γύρω από την Αττική, όπως ή Ελευσίνα, το Λιόπεσι, το Κορωπί κλπ., είχαν καταληφθεί από τα στρατεύματα του ΕΛΑΣ. Τα τοπικά τμήματα της χωροφυλακής δεν ήταν σε θέση να τα εμποδίσουν. Μερικοί από τους χωροφύλακες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, άλλοι πήγαν με τους κομμουνιστές. Επισκέφθηκα τότε, κατ’ εντολή του στρατηγού Φέλμυ, τον αρχηγό τής Χωροφυλακής Ντάκο, ο όποιος επιβεβαίωσε τις πληροφορίες αυτές. Όλη ή κυκλοφορία προς την Αθήνα, ακόμα και τα οχήματα του γερμανικού στρατού, ήταν τώρα υπό τον έλεγχο των στρατευμάτων του ΕΛΑΣ. Όλα τα οχήματα, ιδιαίτερα τα φορτηγά, περνούσαν από εκεί, καθώς και σε όλη την περιοχή τής πόλης, κανονικά, από τον έλεγχο των κομμουνιστών. Χωρικοί υποχρεώθηκαν να κάνουν συγκομιδή υπό την επίβλεψη φρουρών του ΕΛΑΣ, να φορτώσουν τα προϊόντα τους σε φορτηγά, για να τα πουλήσουν εν συνεχεία στη πόλη, σε εξαιρετικά χαμηλή τιμή- στρατιώτες του ΕΛΑΣ επέβλεπαν την πώληση με το πιστόλι στο χέρι. Ο ανεφοδιασμός με τη μορφή αυτή δεν κράτησε πάντως για πολύ, μια και οι πονηροί Έλληνες οδηγοί αχρήστευαν μέσα σε λίγες ώρες τα οχήματα τους, αφαιρώντας από τη μηχανή κάποια απαραίτητα για τη λειτουργία της εξαρτήματα.
Έτσι κι αλλιώς, ο ανεφοδιασμός τής πρωτεύουσας με φρέσκα φρούτα και λαχανικά από την Πελοπόννησο, διακόπηκε μετά την ολοκληρωτική εκκένωση και την ανατίναξη τής γέφυρας του Ισθμού τής Κορίνθου. Τώρα άλλωστε υπήρχε κίνδυνος να ματαιωθεί ο τελευταίος ανεφοδιασμός.
Ο πληθυσμός γνώριζε και υπολόγιζε τις επερχόμενες ταραχές των κομμουνιστών. Τα μαγαζιά έκλεισαν και οι φούρνοι σταμάτησαν να δουλεύουν. Αυτή ή τεταμένη κατάσταση ως προς τη διακίνηση τροφίμων εγκυμονούσε βέβαια και μια δριμεία κρίση πείνας. Έπρεπε και πάλι να έρθω σε επαφή με τους κομμουνιστές. Τους επέστησα την προσοχή ως προς τον ερασιτεχνισμό τής προσπάθειας τους να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό, πού βρισκόταν ήδη σε ανυπολόγιστα υψηλά επίπεδα, με τέτοιου είδους καταναγκαστικά μέτρα. Πράγματι, με τα μέτρα αυτά, οι πληθωριστικές τιμές όχι μόνο δεν έπεσαν, αλλά αντιθέτως εκτινάχθηκαν στα ύψη. Επίσης, έπρεπε να τους διαβιβάσω τη σοβαρή προειδοποίηση πώς ο γερμανικός στρατός θα ήταν και σε αυτήν την περίπτωση υποχρεωμένος να επέμβει εναντίον των κομμουνιστών, εάν δεν έλυναν τον αποκλεισμό της Αθήνας. Εκείνο πού έγινε φανερό στη διάρκεια της συζήτησης αυτής ήταν πώς οι εκπρόσωποι του ΕΛΑΣ, οι όποιοι δεν είχαν ποτέ υπηρετήσει σε υπεύθυνες δημόσιες θέσεις, δεν είχαν ιδέα του τι σήμαινε ο ανεφοδιασμός μιας πόλης εκατομμυρίων με αγαθά πρώτης ανάγκης.
Το ότι οι κομμουνιστές τελικά υπαναχώρησαν, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην καλή θέληση και στη φρόνηση του Γιάννη Δαμοράκη.”
Σημείωση: Η ομιλία του Ρ. Χάμπε παρουσιάζεται για τρεις λόγους. Πρώτον, εξιστορείται πλειάδα επαφών με την ηγεσία του ΕΛΑΣ αποκαλύπτοντας ότι, εκτός των γνωστών γραπτών συμφωνιών Γερμανών – κομμουνιστών που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, υπήρχαν και πολλές προφορικές συμφωνίες. Δεύτερον, όπως και στην Μακεδονία έτσι και στην Αθήνα γίνεται μία -άτυπη σε αυτή την περίπτωση- συμφωνία Γερμανών – ΕΛΑΣ, ώστε οι δεύτεροι να μην ενοχλούν τους πρώτους. Τρίτον, γίνεται ξεκάθαρο ότι οι κομμουνιστές, όπως και οι περισσότερες αντιστασιακές δυνάμεις εθνικοφρόνων (με εξαιρέσεις όπως την ΠΕΑΝ, τον ΕΔΕΣ και άλλους), είχαν κύριο σκοπό να ενδυναμώσουν την θέση τους μετά την αποχώρηση των Γερμανών και όχι να διώξουν οι ίδιοι τους Γερμανούς.