Αείμνηστε αρχηγέ Πετρονικόλα, απερχόμενος του κόσμου τούτου σήμερον με το μύχιον και πικρόν παράπονον ότι δεν επέζησες να ιδείς πλήρες τετελεσμένον το έργον το οποίον ήτο το μόνον σου όνειρον και υπέρ του οποίου τοσούτον ηγωνίσθης καθ όλην σου την ζωήν, ήτοι την Ενωσιν της πατρίδος σου μετά της μητρός Ελλάδος, απερχόμενος γενναίε πρόμαχε των δικαίων και της ελευθερίας της Πατρίδος σου, ανήγγειλον εις τας ιεράς σκιάς των συναγωνιστών σου ότι το ευγενές και ποθητόν όνειρόν των δεν συνετελέσθη εισέτι, και ότι πιστοί και αφοσιωμένοι ημείς οι απόγονοί των εις το υπέρ της Ενώσεως πρόγραμμά των, θεωρούμεν ιερόν και απαράβατον καθήκον και έχομεν στερεάν και αμετάτρεπτον απόφασιν να υποστηρίξομεν και επιδιώξομεν παντί σθένει την πραγματοποίησιν του ονείρου των, ήτοι την Ενωσιν της Κρήτης μετά της μητρός Ελλάδος.
Αυτά τα λόγια περιέχονται στον επικήδειο που αποχαιρέτησε τη σωρό του Ασηγωνιώτη καπετάνιου Νικολάου Πετράκη το 1905. Ο ομιλητής Μάρκος Δεληγιαννάκης, νεότερός του αγωνιστής και αργότερα Ηπειρομάχος, απέδωσε έτσι με τον πιο γλαφυρό τρόπο τα συναισθήματα των Κρητών κατά το διάστημα της «ημιελευθερίας», όπως σε άλλη αποστροφή του ίδιου αποχαιρετισμού αποκαλούσε την περίοδο της αυτονομίας.
Σήμερα, οι σημαίες της επικυριαρχίας του Σουλτάνου υψώνονται στους ιστούς αυτών που λησμονούν, αυτών που δεν ξέρουν, που δε θυμούνται, που προτάσσουν το ατομικό βραχυπρόθεσμο μικροσυμφέρον απέναντι στο κοινό μεσοπρόθεσμο συλλογικό. Προς αυτές αλληθωρίζουν κι άλλοι, ακάτεχοι και συνάμα απελπισμένοι σε μια πατρίδα που έχει χάσει από καιρό το όραμα και την προωθητική ενοποιητική της δύναμη. Και τις εξελίξεις παρακολουθούν κι όσο μπορούν διαμορφώνουν ξένα συμφέροντα και δυνάμεις, κοντινές και μακρινές, με παρελθούσα ή/και επιθυμητή νέα παρουσία στο νησί.
Η Κρήτη είναι ελληνική
Από μόνη της η κατάφαση αυτή συνιστά ήττα. Αυτό που δεν έχει ξεκαθαρίσει είναι αν πρόκειται για ήττα σε μάχη ή σε πόλεμο. Όπως ήττα συνιστά η συγγραφή αυτού του κειμένου. Γιατί τα αυτονόητα δεν τα δηλώνεις. Ξεκινάς από αυτά και πας παραπέρα. Έτσι πήγαμε στη Μακεδονία, έτσι προσφέραμε έναν ηγέτη στην πατρίδα, καθιστάμενοι η αιχμή του ελληνικού δόρατος στην τελευταία φυγή προς τα μπρος που θάφτηκε τελικά στις στάχτες της Σμύρνης.
Σήμερα τα αυτονόητα είναι ζητούμενα σ΄ αυτό τον τόπο σε όλους τους τομείς. Έτσι, είναι και στο θέμα της Κρήτης. Θα αναγκαστούμε λοιπόν να κάνομε μια σύντομη αναφορά στο πώς εκδηλώθηκε η ελληνική ψυχή της Κρήτης ανά τους αιώνες, από τη στιγμή που αποκόπηκε από τον εθνικό κορμό του Βυζαντίου το 1204 μέχρι την επανένωσή της με την κρατική υπόσταση του νέου ελληνισμού το 1913.
Με την παράδοση της Κρήτης στους Ενετούς το 1204, οι κάτοικοι του νησιού ξεκίνησαν αντίσταση ενάντια στους Ενετούς. Κι επειδή η Πόλη ήταν φραγκεμένη στράφηκαν στη διάδοχη κρατική υπόσταση του Ελληνισμού, την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Βατάτζης έστειλε πλοία και πολεμοφόδια που δε στάθηκαν αρκετά να αντιμετωπίσουν τη θαλασσοκράτειρα Βενετία, κατεγράφη όμως ποιοι ήταν με ποιους και ποιο σημείο αναφοράς είχαν οι Κρητικοί, ποιους θεωρούσαν αδέρφια τους. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας αποτελούσε σημείο αναφοράς για όλο τον υπόδουλο ελληνισμό αφού και οι υπόδουλοι της Μικράς Ασίας σ’ αυτήν προσέβλεπαν, όπως μαρτυρούν χρονολογήσεις εικονογραφιών στην Καππαδοκία με βάση τον βασιλεύοντα στη Νίκαια και όχι το Σελτζούκο σουλτάνο που κατείχε την περιοχή.
Με την απελευθέρωση της Πόλης, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος υποκίνησε επανάσταση στην Κρήτη και έκτοτε όλες οι επαναστάσεις κατά των Ενετών ήταν υποστηριζόμενες και σε συνεννόηση με την ανασυσταθείσα Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Όλες καταπνίγονται, ενώ οι Τούρκοι πλησιάζουν και οι Κρητικοί αποτυπώνουν στα τραγούδια τους τη μυθική διάσταση που έχει γιαυτούς το Βυζάντιο:
Όντεν εθεμελιώνασιν οι άγγελοι την Πόλη, απ’ τ’ Άγιον Όρος το νερό κι από τη Χιό το χώμα
κι απού την Avτριανoύπολη φέρνουν τα κεραμίδια…
Παρακολουθούν με αγωνία την τουρκική προέλαση και πρώτοι αυτοί απ’ όλους τους Έλληνες θρηνούν το κούρσος της Αντριανούπολης:
Τα χελιδόνια τση Βλαχιάς και τα πουλιά τση Δύσης
Κλαίσιν αργά κλαίσιν ταχιά κλαίσιν το μεσημέρι
Κλαίσιν την Αντριανούπολη τη βαροκουρσεμένη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο χρόνο κατά τον οποίο γράφονται αυτά, η Κρήτη ανήκει σε άλλο κράτος, όμως θεωρεί εαυτήν μέρος του ελληνικού λαού, όπου και αν αυτός βρίσκεται και μαζί του θρηνεί την πτώση της Ρόδου, αγωνιά για την έκβαση της συνόδου Φερράρας Φλωρεντίας («όντεν εδικονίζεντο ο Κωνσταντής στα ξένα»), αφηγείται τον γάμο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου («κάλεσμα κάνει ο Κωνσταντής το γάμο του να κάμει»).
Είναι επίσης άξιο αναφοράς ότι κατά την Ενετοκρατία, οι Κρητικοί διεκδικούν προνόμια από τους Ενετούς στη βάση της βυζαντινής προέλευσής τους, ως Αρχοντορωμαίοι, με χαρακτηριστική την αναγωγή της καταγωγής τους στα 12 αρχοντόπουλα του Βυζαντίου που κατά την παράδοση έστειλε ο Αλέξιος Κομνηνός στο νησί.
Ακολούθως, με την πτώση της Κωνσταντινούπολης, πολλοί οραματίστηκαν την αναβίωση του Βυζαντίου με κέντρο την Κρήτη αλλά οι απόπειρες εξέγερσης κατανικήθηκαν από τους Ενετούς, μέχρι τελικά η Κρήτη να ενωθεί με το υπόλοιπο γένος κάτω από την Οθωμανική κυριαρχία.
Η ενότητα του υπόδουλου ελληνισμού φάνηκε στα Ορλωφικά, όταν η συντονισμένη εξέγερση εγκαταλείφθηκε από τους Ρώσους αλλά πιστοποίησε την αίσθηση του ανήκειν στην ίδια συλλογικότητα, από τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες μέχρι τα Σφακιά. «Ο Μπέης από τη Βλαχιά κι ο Μπέης απ’ τη Μάνη κρυφοκουβέντες είχασι με το Δασκαλογιάννη». Η ίδια αίσθηση οδήγησε τους Κρητικούς στη Φιλική Εταιρεία και στην προετοιμασία και συμμετοχή στην Επανάσταση του 21, η οποία δεν αφορά μόνο το Μωριά και τη Ρούμελη αλλά και τη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Κρήτη, τα νησιά. Συμμετέχουν στις εθνοσυνελεύσεις που έδωσαν τα Συντάγματα της επανάστασης και εθελοντές πηγαινοέρχονται στις επαναστατημένες περιοχές, τόσο κρητικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και μη κρητικοί στην Κρήτη.
Όταν το ελλαδικό κρατίδιο δημιουργείται, ζητούν με πείσμα να συμπεριληφθεί σ’ αυτό η Κρήτη και αποτυγχάνουν. Από τότε, ο 19ος αιώνας είναι αιώνας επαναστάσεων με μόνιμο αίτημα το «Ένωση ή θάνατος», κοινό αίτημα του υπόδουλου ελληνισμού από τη Βόρειο Ήπειρο μέχρι την Κύπρο. Κι όταν το 1897 αποτινάσσεται ουσιαστικά ο τουρκικός ζυγός, αυτοί επιμένουν για την Ένωση και μόνο όταν την επιτυγχάνουν το 1913 θεωρούν ότι ολοκλήρωσαν τον αγώνα.
Στη διάρκεια της ζωής της Κρητικής Πολιτείας συμβαίνουν πολλά: Οι κρητικοί πηγαίνουν να πολεμήσουν εκεί που η πατρίδα τους χρειάζεται και ενώνουν τη Μακεδονία με την Ελλάδα πριν την Κρήτη. Η εξέγερση του Θερίσου επισφραγίζει τον πόθο της Ένωσης και αναδεικνύει ένα εθνάρχη. Οι βουλευτές της Κρητικής πολιτείας εισβάλλουν στο ελλαδικό κοινοβούλιο για να συνεδριάσουν με τους Παλαιοελλαδίτες βουλευτές σε μια συμβολική επίδειξη της ενότητας των πληθυσμών. Οι κρητικοί κληρωτοί σε κάθε περίσταση δίδουν τον όρκο του Έλληνα στρατιώτη. Όλα τα δημοτικά συμβούλια των τότε δήμων με ψηφίσματά τους κήρυτταν την Ένωση και καλούσαν τον Αρμοστή να ασκεί τα καθήκοντά του εν ονόματι του βασιλέως της Ελλάδος. Ο πόθος για την Ένωση είναι πανταχού παρών.
Αντίστροφα, στο Ελλαδικό κρατίδιο, οι προβληματισμένοι για την παρακμή και σήψη του στην Κρήτη προσβλέπουν για να ανανεώσει το ελληνικό όραμα και να εμφυσήσει νέα ορμή και πίστη στα δίκαια του έθνους. Καλούν το Βενιζέλο και η Κρήτη βρίσκεται στην πρωτοπορία στην περιπέτεια που αρχίζει με τους Βαλκανικούς και τελειώνει το 22, σε μια περίοδο όπου κάποια χρόνια δεν ανήκε καν στην Ελλάδα! Η Κρήτη, εκτός από εθνάρχη, χαρίζει στην Ελλάδα και μπαρουτοκαπνισμένους πολεμιστές με κορυφαίο το στρατάρχη Μανουσογιαννάκη.
Μετά την Ένωση, η κατοχή έδωσε την ευκαιρία στην Κρήτη να διεξαγάγει τον αντιστασιακό αγώνα εξ ονόματος όλου του ελληνισμού και να αντισταθεί στις αγγλικές προτροπές περί αυτονομίας τις οποίες οι σύμμαχοί μας έκαναν τη στιγμή του κοινού αγώνα και που είχαν την κατάληξη να συλληφθεί ο Γουντχάουζ, βιογράφος του Καραμανλή αργότερα, από τους αντάρτες.
Στα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξε έμπρακτη στήριξη από τους κρητικούς του ενωτικού αγώνα του λαού μας στην Κύπρο, ενώ γράφτηκαν και σχετικά ριζίτικα τραγούδια. Ο Παύλος Γύπαρης, μεγάλος πια, επέστρεψε στην Αγγλία τα παράσημα που του είχαν απονεμηθεί για τη δράση του στο β’ παγκόσμιο πόλεμο και κάλεσε το Χάρντινγκ σε μονομαχία…
Τα παραπάνω έχουν μιαν αντίφαση: λέγονται για να αποδείξομε ότι δε χρειαζόταν να λεχθούν. Ότι το αυτονόητο δε χρειάζεται να διατυπώνεται. Όμως από τότε πέρασε πολύς καιρός και πολλές καταστάσεις. Το πρώτο που ήρθε, ήταν η διάθεση να καταστρέψομε το χώρο μας, τα χωριά μας, για να χτίσομε δωμάτια και να σερβίρομε τους τουρίστες, αυτούς που μέχρι χτες πολεμούσαμε. Κι ακολούθησε η ηθική εξαχρείωση ενός ολόκληρου λαού, που στην Κρήτη ήρθε με την παροχή της δυνατότητας σε πληθυσμούς με περιορισμένα μέσα να προσποριστούν εύκολα έσοδα όχι με την εργατικότητα, βασική αξία του λαού μας, αλλά με τις επιδοτήσεις βάσει ψευδών στοιχείων που δεν κατευθύνθηκαν στο σκοπό για τον οποίο προορίζονταν. Προς τούτο συνηγόρησε ένα ολόκληρο κύκλωμα με πρώτο το κράτος, έτσι που όποιος έμενε πιστός στις αξίες τις παλιές στερούνταν και θεωρούνταν και αφελής.
Η καλοπέραση αυτή οδήγησε στην τάση για πάση θυσία διατήρησή της, κι εκεί η παλιά ανδρεία μετεξελίχθηκε σε τραμπουκισμό, προστασία, χρήση κάθε μέσου και καταφυγή στις παραβατικές δραστηριότητες. Η λεβεντογέννα Κρήτη που όλοι θαύμαζαν, γινόταν πια ένα μαύρο πουκάμισο αδειανό. Οι προτεραιότητες είχαν αλλάξει, με την κατανάλωση να αποτελεί πια τη νέα μεγάλη ιδέα. Παράλληλα, τα θερμοκήπια, τα ξενοδοχεία, η οικονομική δραστηριότητα και ανάπτυξη δημιούργησαν τοπικές οικονομικές ελίτ, ενώ η χασισοκαλλιέργεια και το λαθρεμπόριο όπλων ανέδειξαν πληθυσμούς που ζούσαν και βολεύονταν από την παραβατικότητα.
Παράλληλα με την υποχώρηση των αξιών και του φρονήματος του λαού μας πανελλαδικά, ερχόταν και η υποχώρηση σε όλα τα μέτωπα, ένα εκ των οποίων είναι και της εξωτερικής πολιτικής. Η Τουρκία επελαύνει στο Αιγαίο, στο οποίο έχομε αναγνωρίσει ζωτικά συμφέροντά της. Κι η Κρήτη είναι ένας πολύ δυνατός κρίκος στην ελληνική άμυνα, με πληθυσμό ντόπιο εξισλαμισμένο που έχει εγκατασταθεί στην άλλη όχθη του Αιγαίου.
Το επόμενο στοιχείο που μας ενδιαφέρει είναι η άνοδος της παγκοσμιοποίησης και το ιδεολογικό στίγμα που τη νομιμοποιεί: Στα πλαίσια της κυριαρχίας της αγοράς, οι συλλογικές ταυτότητες πρέπει να υποσταλούν και να αντικατασταθούν από την εξατομίκευση και το πρότυπο του ατόμου-καταναλωτή, απρόσωπου και ακαθορίστων λοιπών στοιχείων. Η σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στα μέλη ενός λαού πρέπει να καταργηθεί. Δε νοείται ούτε η σύνδεση των λαών μεταξύ τους ως συλλογικοτήτων, οι Έλληνες και οι Σέρβοι, οι Ισπανοί με τους Πορτογάλους δε νοούνται να συνδιαλέγονται. Μόνο άτομα συνδιαλέγονται, καμιά άλλη ταυτότητα δεν αναγνωρίζεται (αυτό το βλέπει κανείς ακριβώς έτσι αποτυπωμένο στις διακηρύξεις φιλελεύθερων παρατάξεων). Δεν υπάρχει σύνδεση με την πατρίδα, με κάθε πατρίδα: Είμαστε όλοι παιδιά της γης που πατούμε αυτή τη στιγμή και έχομε τα ίδια δικαιώματα σ’ αυτήν (αυτό το ιδεολόγημα, που κατά κόρον χρησιμοποιείται από προοδευτικούς έως πάρα πολύ προοδευτικούς, εμπεριέχει μέσα του και τη νομιμοποίηση της προσφυγοποίησης εκατομμυρίων ανθρώπων από τη Νέα Τάξη: αφού δεν υπάρχουν πατρίδες, δε δημιουργούνται και πρόσφυγες, ενώ οι κολασμένοι της παγκοσμιοποίησης που καταφθάνουν εδώ ως λαθρομετανάστες, δεν προσδοκούν φιλοξενία σε έναν ξένο τόπο, θεμελιώνουν δικαίωμα εγκατάστασης αφού πατρίδα είναι όπου πατάμε).
Η παγκοσμιοποίηση όμως δεν είναι μονόδρομος ούτε είναι δεδομένη η επικράτησή της. Πρέπει να εμπεδωθεί και γιαυτό πρέπει να διαλυθούν οι εθνικές ταυτότητες. Κάποιες όμως είναι πολύ ισχυρές, όπως η Ελληνική, διαμορφωμένη δια πυρός και σιδήρου μέσα από μια παράδοση αντίστασης ενάντια και στην Ανατολή και προς τη Δύση, της οποίας μάλιστα αρχέτυπο και συμπύκνωση αποτελεί η Κρήτη. Πρέπει λοιπόν να πολεμηθεί το συνεκτικό στοιχείο της αίσθησης ότι ανήκομε στην ίδια συλλογικότητα, στο ίδιο έθνος. Πρέπει να σπάσει, να κατακερματιστούμε σε μικρά κομμάτια, αδύναμα και σε ανταγωνισμό πιθανόν μεταξύ τους. Πρέπει ακόμα να υποτιμηθεί η αντιστασιακή μας παράδοση κι η ιστορία μας, έτσι ώστε να εκλείψει κάθε έννοια αντίστασης, κι αν υπάρχει, να στερείται αυτή δύναμης. Αυτό το δύσκολο έργο το έχουν αναλάβει ειδικά για τα Βαλκάνια, τα οποία έχουν μακρά παράδοση αντίστασης και περηφάνιας, αφενός οι επιδρομές του ΝΑΤΟ και οι πολιτικές των Δυτικών δυνάμεων, αφετέρου οι «προοδευτικοί» ιστορικοί και διανοούμενοι που ξαναγράφουν τα βιβλία ιστορίας. Βιβλία σαν αυτό της 6ης Δημοτικού, που ωραιοποιούν την Οθωμανική κατοχή των βαλκανικών χωρών, διδάσκονται ήδη στη Βουλγαρία και τη Σερβία. Κι επειδή εδώ υπήρξε αντίδραση μεγαλύτερη από αυτήν που περίμεναν, έχομε τώρα και το ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΙ, που αποδομεί την κορυφαία στιγμή της νεώτερης ιστορίας μας, το 1821.
Ο κατακερματισμός της Σερβίας είναι το μοντέλο που πρέπει να επιβληθεί και στην Ελλάδα. Η Θράκη μπορεί να τραβηχτεί προς την Τουρκία, οι νομοί Πέλλας και Φλωρίνης προς τα Σκόπια, κι η Κρήτη αυτόνομη. Πρέπει όμως να σπάσει η αίσθηση της συλλογικής ταυτότητας των Ελλήνων. Κι εδώ βοηθός στέκει το ίδιο το Ελλαδικό κράτος.
Βοηθός στέκει το πριγκιπάτο των Αθηνών, που κυριαρχεί και καταδυναστεύει την υπόλοιπη Ελλάδα από πλευράς πόρων, ανθρώπινου δυναμικού, συγκέντρωσης υπηρεσιών, διοικητικών μηχανισμών. Που με μια συγκεντρωτική πολιτική αφαίρεσε από την ύπαιθρο τους ανθρώπους της, που με τη δομή του δεν επιτρέπει στις ελληνικές περιοχές να επικοινωνούν μεταξύ τους παρά μόνο μέσω της Αθήνας, που σε τελευταία ανάλυση καταστρέφει την ταυτότητα των παιδιών μας που γεννήθηκαν σ’ αυτήν και που δεν έχουν τα βιώματα και τις ζώσες αξίες του χωριού, διαμορφώνοντας καταναλωτές διασκέδασης δυτικού τύπου. Αυτό το κράτος έχει δημιουργήσει σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα συναισθήματα αδικίας και παραμέλησης. Μόνο που αυτή η αίσθηση δε βγαίνει ως αντιπαλότητα στην Αθήνα. Σε μιαν Ελλάδα που την οικειοποιείται η Αθήνα, βγαίνει ως αντιπαλότητα στην Ελλάδα. Και στην Κρήτη αυτό βγαίνει με τον ίδιο τρόπο: «Εμείς πολεμήσαμε για όλους και για μας δεν πολέμησε κανείς», ακούς στα χωριά μας, κι ακόμα, «Η Ελλάδα μας παραμελεί, μας εκμεταλλεύεται». Καταλαβαίνει κανείς πόσο πρόβλημα μπορεί να δημιουργήσει μια τέτοια νοοτροπία, αφού εντοπίζει λάθος πρόβλημα, και άρα προτείνει και λάθος λύσεις. Κι είναι ακόμα πιο επικίνδυνο το ότι κι άλλες παραμελημένες περιφέρειες, τον ίδιο υπαίτιο αναγνωρίζουν: την Ελλάδα. Κι ενώ θα μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους, να πυκνώσουν τις συνεννοήσεις και τις ανταλλαγές τους παρακάμπτοντας την παρασιτική Αθήνα και διαμορφώνοντας εκείνες μια κοινή ελληνική πολιτική, αναπτύσσουν φυγόκεντρες τάσεις σε μια περίοδο που αυτό είναι της Νέας Τάξης επιδίωξη και ζητούμενο προσφέροντάς της το στο πιάτο.
Ακόμα χειρότερα, ο Καλλικράτης ήρθε και καθιέρωσε αυτό τον κατακερματισμό σε περιφέρειες, προσθέτοντας την αυτονόμησή τους από τον εθνικό κεντρικό σχεδιασμό. Σημείο αναφοράς είναι πια οι Βρυξέλλες και στόχος η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, που γίνεται πια σε επίπεδο περιφέρειας. Έτσι, όχι μόνο καταργείται η κοινή στρατηγική, αλλά και αναπτύσσεται ανταγωνισμός μεταξύ των ελληνικών περιφερειών που διαγκωνίζονται για τα ευρωπαϊκά προγράμματα, συντελώντας στην αποξένωση και την απομάκρυνσή τους. Μια ακόμα παράμετρος του Καλλικράτη είναι ο ναρκισσισμός που καλλιεργεί στους τοπικούς άρχοντες, οι οποίοι βλέπουν στους εαυτούς τους όχι πια το Δήμαρχο ή τον περιφερειάρχη, αλλά το μικρό Πρωθυπουργό. Από κει και πέρα, η φιλοδοξία να γίνουνε κι αυτοί κάτι σαν το Μακάριο δεν είναι μακριά.
Τέλος, οι εξελίξεις στην πατρίδα μας με το Μνημόνιο και την κατάρρευση της αξιοπιστίας του πολιτικού κόσμου, δημιούργησαν νέα απογοήτευση και απελπισία στο λαό μας. Η διέξοδος σε αυτό και οι τρόποι αντιμετώπισής της είναι θέμα του λαού μας συνολικά, όμως κάποιοι, μέσα στον πανικό τους και προκειμένου να απαλλαχθούν από αυτούς που τους έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση, αποδίδουν τη διαφθορά του πολιτικού κόσμου στην ίδια την Ελλάδα και ζητούν αυτονομία για να γλυτώσουν!
Σ’ αυτές τις συνθήκες, έχει από καιρό αναπτυχθεί μια φιλολογία περί απόσχισης της Κρήτης από τον εθνικό κορμό με μια σειρά επιχειρημάτων. Παράλληλα, παρακολουθούμε μια κλιμάκωση επιχειρημάτων και θεωριών που συνοδεύονται κι από έξωθεν προβοκάτσιες που παρουσιάζονται σα λάθη και καθόλου αθώες δεν είναι.
Η κεντρική και εμβληματική έκφραση της τάσης αυτής είναι η χρήση της σημαίας της κρητικής πολιτείας ως συμβόλου της Κρήτης και της αυτόνομης πορείας της. Εδώ πρέπει να πούμε ότι η διείσδυση της ιδέας της αυτονομίας έχει επενδύσει πολύ στην παθολογική αγάπη των Κρητικών για την ιδιαίτερη πατρίδα τους και την περηφάνια που νοιώθουν γιαυτή. Η ιδέα αυτή όμως ήταν πάντα συνυφασμένη με την ιδέα της Κρήτης ως γης ελληνικής και την ξεχωριστή θέση που αυτή κατά τους Κρητικούς και άλλους Έλληνες έχει στην ιστορία και στη συλλογική μας παράδοση. Σιγά σιγά καλλιεργήθηκε η ιδέα για μια Κρήτη τόσο ιδιαίτερη, που αποτελεί χωριστή ταυτότητα πολιτιστική κι όχι συνιστώσα στις ελληνικές παραδόσεις. Κι η σημαία της αυτονομίας ήταν η μόνη που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο, αφού όλες οι κρητικές σημαίες ήταν οι ελληνικές των χαίνηδων με το «Ένωσις ή Θάνατος», η σημαία του Καγιαλέ η Ελληνική, που αυτήν αναρτούσαν σε κάθε ευκαιρία επί Κρητικής Πολιτείας αποκαθηλώνοντας την άλλη με το τουρκάστερο. Η τελευταία λοιπόν, κατάντησε να θεωρείται σύμβολο της Κρήτης από τους σύγχρονούς μας Κρητικούς, ακόμα κι αν αυτοί δεν τάσσονται υπέρ της ιδέας της αυτονομίας. Από την άλλη, η μετάπτωση και μέσω της σημαίας σε θέσεις στήριξης της αυτονομίας, αρχικά μέσα από το χαβαλέ και στην πορεία συνειδητά, συντέλεσε στην αύξηση του κύματος αυτού σε πρώτη φάση.
Προς ενίσχυση και ουσιαστική επιβολή του θέματος, επινοήθηκε η απάτη με το δημοψήφισμα που δήθεν θα λάβει χώρα το 2012 με βάση τη διεθνή συνθήκη που αναγνώρισε αυτό που de facto είχαν επιβάλει οι Κρητικοί: την Ένωση με την Ελλάδα. Το δημοψήφισμα ήταν μια πολύ έξυπνη τακτική που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συζήτησης επί του ανύπαρκτου θέματος. Μας ανάγκασε λοιπόν να συζητούμε επ’ αυτού, να παίρνομε θέση, να το αναγνωρίζομε ως υπαρκτό. Το επέβαλε πιέζοντάς μας να τοποθετηθούμε εν όψει του 2012.
Παράλληλα, οι προβοκάτσιες στους αγώνες των μεσογειακών νησιών με την ανάρτηση της σημαίας της κρητικής πολιτείας για την Κρήτη αντί για την ελληνική, η αναφορά της Κρήτης ως ξεχωριστού κράτους σε ιστοσελίδες δυτικών οργανισμών, η ανάρτηση πανώ σε ποδοσφαιρικό αγώνα στο Ηράκλειο για την αυτονομία, οι αναφορές στο ανύπαρκτο δημοψήφισμα του 2012, η ανάρτηση της σημαίας σε ιστούς δήμων, δημιούργησαν μια δυναμική αλληλοτροφοδοτούμενη με το θέμα να συζητιέται κανονικά ανάμεσά μας.
Τους δυο αυτούς άξονες προπαγάνδας, το δημοψήφισμα και τη σημαία, θα πρέπει να μην τους υποτιμούμε ως γελοίους, γιατί ο στόχος δεν ήταν να πείσουν, αλλά να ανοίξουν το θέμα. Κι αυτό το κατάφεραν, μ’ εμάς να είμαστε σε θέση άμυνας, μη ξέροντας τι να κάνομε, αφού θέλαμε να μη δίδουμε διαστάσεις σ’ ένα θέμα που δεν υπάρχει. Η απουσία μας όμως συντέλεσε στην απρόσκοπτη ανάπτυξη του προβλήματος.
Σε δεύτερη φάση, ήρθε η αντίδραση και η ενημέρωση του κόσμου. Το έμβλημα που είχαν επιλέξει ήταν εύκολος στόχος, αφού μας έδινε τη δυνατότητα να αναφερθούμε στην ιστορία και τους συμβολισμούς της επικυριαρχίας του Σουλτάνου, το δημοψήφισμα μπορούσαμε να το αναιρέσομε με μιαν απλή ανάγνωση της Συνθήκης. Όμως η άλλη πλευρά σιγά σιγά έχει ήδη εγκαταλείψει το εργαλείο του δημοψηφίσματος, αφού δεν της είναι πια χρήσιμο, και είναι εύκολο να βρει εναλλακτικό σύμβολο τώρα που υπάρχει η κρίσιμη μάζα εκείνη που θα το υιοθετήσει εκ του μηδενός.
Η εξέλιξη των επιχειρημάτων των αυτονομιστών παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς μετατοπίζεται πλέον σε πιο συναινετική και τεχνοκρατική φρασεολογία. Έτσι, προβάλλεται αφενός η αυτάρκεια της Κρήτης σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους και ως οικονομία, η οποία μπορεί να συντηρήσει το νησί δίχως τη βοήθεια της Ελλάδας. Από την άλλη, τα ιδεολογήματα περί χωριστής ταυτότητας των Κρητών έχουν σιωπήσει. Στη θέση τους προβάλλεται από τη μια το κοινό ελληνοτουρκικό παρελθόν και ο πληθυσμός των κάποτε αδελφών μας Τουρκοκρητικών κι από την άλλη, η τραγική κατάσταση της Ελλάδας που τρώει τα παιδιά της και το αίτημα της αυτοδιοίκησης ως διέξοδος στην κακοδιοίκηση της κεντρικής εξουσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι πια το αίτημα για ανεξαρτησία υποστέλλεται, έμφαση δίδεται στο ότι η Κρήτη είναι τελικά κομμάτι της Ελλάδας, απλά είναι καλό για όλους μας να έχομε ένα νοικοκύρεμα βρε αδερφέ, μια διοικητική ή οικονομική αυτονομία, τίποτα άλλο.
Το αίτημα αυτό, όπως εμφανίζεται στη σημερινή του μορφή, είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, αφού παρουσιάζεται αθώο και μάλιστα έχει αναφορές στην αυτοδιοικητική μας παράδοση. Αυτό που αποκρύπτεται όμως είναι το ότι οι σημερινές αυτοδιοικητικές δομές του Καλλικράτη δεν έχουν καμιά σχέση με την κοινοτική μας αμεσοδημοκρατική παράδοση. Δημιουργούν απλά τις προυποθέσεις αναπαραγωγής της κομματικής κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα, γιγαντώνοντας τη μικρότερη βαθμίδα αυτοδιοίκησης από την κοινότητα γνωστών μεταξύ τους προσώπων στον απρόσωπο Καλλικρατικό δήμο, στραγγαλίζοντας την προοπτική κάθε ανεξάρτητης συλλογικής προσπάθειας παρέμβασης. Επιπλέον, άλλο η αυτοδιοίκηση εντός ενός «κοινού Ελλήνων», κι άλλο η αυτοδιοίκηση στη βάση της ετερότητας των Κρητών σε σχέση με τους (άλλους) Έλληνες.
Έτσι, ο μύθος της αυτάρκειας καταρρέει από την ίδια τη διατύπωσή του: Αστείρευτους υδάτινους πόρους ανακαλύπτει σε μια Κρήτη που με την αλλαγή του κλίματος απειλείται με ερήμωση, ενώ η δυνατότητα παραγωγής αγροτικών προϊόντων δε συνεπάγεται και αυτάρκεια στην ενέργεια και στις κατασκευές, ούτε πολύ περισσότερο στην άμυνα.
Όμως, δεν είναι ενωμένες οι ελληνικές περιοχές επειδή στερούνται αυτάρκειας καθεμιά ξεχωριστά. Ούτε σημαίνει αυτό ότι αν είναι αυτάρκεις φεύγουν, δεν είναι η ανάγκη που τις κρατάει ενωμένες αλλά η κοινή συνείδηση, η αίσθηση του ανήκειν στην ίδια συλλογικότητα, στον ίδιο λαό. Γιαυτό άλλωστε στο παρελθόν αγωνίστηκαν για την Ένωση, όχι μόνο οι Κρητικοί, αλλά όλοι οι Έλληνες που βρέθηκαν εκτός ελλαδικού κράτους στα 1830: Σαμιώτες, Δωδεκανήσιοι, Κύπριοι, Επτανήσιοι, Μικρασιάτες, Μακεδόνες, Θρακιώτες, Βορειοηπειρώτες.
Είναι ακόμα χαρακτηριστικό ότι το ζήτημα της άμυνας υποβαθμίζεται συστηματικά από τους υποστηρικτές της αυτονομίας. Η γεωπολιτική απουσιάζει από την ανάλυσή τους, κι αυτό όχι απαραίτητα από άγνοια. Κάποιοι όντως παραγνωρίζουν την απειλή της Τουρκίας, και αφελώς παρουσιάζουν ως παράδειγμα προς μίμηση την Κύπρο, το μεγαλύτερο ελληνικό νησί που κατέληξε ανεξάρτητο μετά από έναν αγώνα για την Ένωση που γελοιοποίησε τη μεγαλύτερη αποικιοκρατική δύναμη του κόσμου, τη Βρετανία, και που σήμερα βιώνει ακριβώς τις συνέπειες της μη ολοκλήρωσης του στόχου της Ένωσης. Επικαλούνται το οικονομικό θαύμα της Κύπρου, αλλά αυτό μόνο ως παράδειγμα του τι θα μπορούσε να κάμει ο Ελληνισμός ενωμένος μπορεί να χρησιμεύσει, δηλαδή με τα θετικά μιας παραγωγικής ανάπτυξης, συνδυασμένης όμως με αποτρεπτική ισχύ και όραμα, όχι ως κίνητρο για απόσχιση.
Κάποιοι άλλοι όμως αποσιωπούν το θέμα της άμυνας συνειδητά. Είναι αυτοί που αναφέρονται με νοσταλγία στην τουρκική παρουσία στο νησί, που στις εφημερίδες και τις επιχειρήσεις τους βάζουν το μπλέ και το κόκκινο σε αναλογία τρία προς ένα, παραπέμποντας ευθέως και ρητά στην παρουσία της τουρκοκρητικής μειονότητας στο νησί. Δεν έχει θέση εδώ η ανάλυση της προέλευσης των τουρκοκρητικών από εξισλαμισμένους δικούς μας πληθυσμούς, ούτε η επισήμανση ότι όσοι φτάσαμε να αποκαλούμαστε Έλληνες σήμερα είμαστε οι απόγονοι αυτών που δεν εξισλαμίστηκαν τότε. Αλλά πρέπει να μας θορυβήσει το γεγονός ότι οι αυτονομιστές εμμέσως πλην σαφώς έχουν και μια προοπτική τουρκικής εμπλοκής στην Κρήτη, την οποία διεκδικούν με την προβολή μιας κοινής ταυτότητας που ενώνει χριστιανούς και μουσουλμάνους του νησιού και η οποία βεβαίως δεν είναι ελληνική: είναι μόνο κρητική και αυτήν προβάλλουν, αντίθετα με το παρελθόν μας και την ιστορία μας, αποσιωπώντας ότι οι αγώνες μας ήταν ενάντια σ’ αυτούς με τους οποίους γίνεται σήμερα επίκληση κοινής ταυτότητας.
Το θέμα βέβαια ενδιαφέρει την Τουρκία πάρα πολύ. Η διεκδίκησή της εμφανίζεται από πλευράς της μέσα από διάφορες ατραπούς, από τις αεροφωτογραφίσεις των περιοχών μας μέχρι την έρευνα στα υποθηκοφυλακεία για τις περιουσίες των Τουρκοκρητικών και την ανάρτηση νοσταλγικών βίντεο στο γιουτιούμπ με καρτ-ποστάλ του καιρού της τουρκικής κατοχής με υπόκρουση κρητικής μουσικής και λεζάντες στα τουρκικά και στα αγγλικά για την κοινή πατρίδα όλων μας, χριστιανών και μουσουλμάνων.
Επιπλέον, η αποδοχή της τουρκικής υπηκοότητας των ιεραρχών της Κρητικής Εκκλησίας, αποτελεί ήττα στο συμβολικό επίπεδο και τεράστια απειλή την οποία έχομε υποβαθμίσει: Ο όρκος πίστης στο τουρκικό σύνταγμα δεν έρχεται μόνο σε ευθεία αντίθεση με την αντιστασιακή παράδοση της εκκλησίας μας, αυτής που χρηματοδότησε τον αγώνα του λαού μας στην Κρήτη και πρόσφερε σειρά μαρτύρων και ηγετών. Δημιουργεί μιαν ομάδα πίεσης υπέρ των τουρκικών θέσεων στο έδαφός μας, κρατώντας σε ομηρία τους ιεράρχες μας και αναγκάζοντάς τους να ταυτίσουν τις φιλοδοξίες τους με την τουρκική εξωτερική πολιτική. Αποδέχεται την παραβίαση της συνθήκης της Λωζάννης που διαπράττουν οι Τούρκοι χαρακτηρίζοντας το οικουμενικό Πατριαρχείο τουρκικό ίδρυμα στο οποίο προσβλέπουν να ηγηθούν, κι όλο αυτό παρουσιάζεται ως κίνηση μεγαλοψυχίας της Άγκυρας και εποικοδομητική στάση που απαιτεί ως αντάλλαγμα την αναγνώριση των ψευδομουφτήδων (προφανώς γιατί μέχρι κι οι Τούρκοι καταλαβαίνουν ότι η Ελλάδα είναι ενιαία από την Θράκη ως τη Γαύδο).
Τις αυτονομιστικές θέσεις εκφράζουν σε γενικές γραμμές τα εξής συμφέροντα: των οικονομικά ισχυρών του νησιού μας, οι οποίοι δε θέλουν να μοιράζονται τον πλούτο που παράγουν με τους υπόλοιπους Έλληνες μέσω της φορολογίας και θεωρούν ότι πρέπει να διαχειρίζονται οι ίδιοι την παραγόμενη υπεραξία. Των παραβατικών, που επιζητούν μια τοπική κυβέρνηση που δε θα μπορεί να αντιπαρατεθεί μαζί τους, και που μπορεί να ελέγχουν κιόλας. Επιπλέον, σε μια μικρής κλίμακας κρατική οργάνωση, θα ελέγχουν και την οικονομική ζωή μέσω της «προστασίας» σε βάρος των οικονομικά ισχυρών, οι οποίοι δε θα είναι τόσο ισχυροί ώστε να τους ελέγξουν αλλά αρκετά εύποροι ώστε να τους συντηρούν μ’ αυτό τον τρόπο. Των εκκολαπτόμενων πολιτικών του Καλλικράτη, που προσδοκούν αξιώματα και τιμές αρχηγού κράτους και κυβερνητικών αξιωματούχων. Και νεφελωδώς των απόκληρων του σημερινού συστήματος που απλά ταυτίζουν την κρίση με την Ελλάδα και αφελώς θεωρούν ότι θα τους σώσει από το Μνημόνιο η αυτονομία.
Το ετερόκλητο μέτωπο των αυτονομιστών έχει αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, τα οποία η κάθε διακριτή ομάδα εντός του δεν αντιλαμβάνεται ότι ακυρώνουν τις δικές της επιδιώξεις. Έτσι, οι οικονομικοί παράγοντες δεν αντιλαμβάνονται ότι τυχόν αυτονομία θα σημάνει τον έλεγχο του νησιού από τις δυνάμεις της παραβατικότητας, των ναρκωτικών και της προστασίας. Καμιά τοπική κυβέρνηση δε θα είναι σε θέση να αντιπαρατεθεί μαζί τους, εκτός του ότι μάλλον θα ελέγχεται από αυτές εκούσα άκουσα. Αντίστοιχα, οι δυνάμεις της παρανομίας, παραγνωρίζουν ότι αργά ή γρήγορα η Κρήτη θα περάσει υπό Τουρκικό έλεγχο, ο οποίος δε θα ανεχτεί τέτοιες δραστηριότητες που θα εμπνέουν ανασφάλεια στα συμφέροντά του που θα αναπτυχθούν στο νησί. Θα στραφεί εναντίον τους, είτε για να τις υποκαταστήσει με δικές του δυνάμεις είτε για να εξαλείψει τις δραστηριότητες αυτές. Και στις δυο ομάδες αυτές βέβαια, υπάρχει και η προοπτική της τουρκοποίησής τους για να διατηρήσουν τη θέση τους στην τοπική κοινωνία, δηλαδή θα δούμε να επαναλαμβάνεται το φαινόμενο του γενιτσαρισμού με νέο τρόπο.
Μπορεί να αντιλέξει κάποιος ότι αυτά δε γίνονται εντός της Ευρωπαικής Ένωσης. Όμως, αυτά μπορούν να γίνουν δίχως στρατιωτική επέμβαση, με κατάλληλους χειρισμούς και θέση της τοπικής κυβέρνησης σε ομηρία. Τα παραδείγματα της Κύπρου, της Ελλάδας πια, που δεν τολμάει να ανακηρύξει ΑΟΖ, είναι εδώ για να μας αφαιρέσουν κάθε αμφιβολία. Και αν η Ελλάδα δεν κηρύσσει ΑΟΖ, η Κρήτη μόνη της πώς θα τολμήσει να εκμεταλλευτεί τα περιβόητα κοιτάσματα που θα την καταστήσουν ενεργειακά αυτάρκη;
Την αυτόνομη Κρήτη θέλει διακαώς και το δυτικό μπλόκ, ώστε να την εντάξει στη σειρά των αβύθιστων αεροπλανοφόρων της Μεσογείου, που ξεκινούν από το Γιβραλτάρ και κορυφώνονται στην Κύπρο, στις βρετανικές βάσεις, που αποτελούν επικράτεια της Βρετανίας, όχι παραχωρημένο χώρο από την Κυπριακή Δημοκρατία, όπως η Σούδα. Θυμίζω ότι ο Ελληνισμός δεν θεωρείται από τους θεωρητικούς της Νέας Τάξης ως μέρος του Δυτικού κόσμου. Θα προσθέσω ότι συμφωνώ με αυτή την ανάλυση, πλην όμως η δυτική προσέγγιση γίνεται στη βάση της σύγκρουσης των πολιτισμών κατατάσσοντάς μας σε αντίπαλο στρατόπεδο, ενώ μια προσέγγιση οικουμενικότητας θα έβλεπε σ΄ αυτή τη διαφορετικότητα την ευκαιρία για διάλογο μεταξύ των διακριτών ταυτοτήτων σε βάση αμοιβαίου σεβασμού. Ακόμα περισσότερο, το ελληνικό πολιτισμικό πρότυπο θα μπορούσε να αποτελέσει διέξοδο στην κρίση του Δυτικού πολιτισμού, αλλά αυτό δεν το έχομε ούτε εμείς οι ίδιοι ακόμα καταλάβει, μιμούμενοι αυτούς με το κόμπλεξ του επαρχιώτη, υποτιμώντας τη δική μας παράδοση.
Έτσι λοιπόν, ντόπια και ξένα συμφέροντα, το καθένα για τους δικούς του λόγους, πολλές φορές αντίθετους μεταξύ τους, επιζητούν την απόσχιση της Κρήτης από την Ελλάδα. Το θέμα είναι να προλάβομε αυτές τις εξελίξεις, κι όχι να περιμένομε να δικαιωθούμε από το τι θα συμβεί αφού γίνουν αυτά.
Απαραίτητο στοιχείο γιαυτό είναι να δουλέψομε σε δύο επίπεδα, τοπικά και πανελλαδικά. Τοπικά, η ενημέρωση του κόσμου πρέπει να είναι συνεχής και αποφασιστική. Δε μιλούμε όμως για ενημέρωση ιστορικών στοιχείων μόνο. Γιατί αυτά είναι κοινός τόπος σε τελευταία ανάλυση. Κι επιπλέον δεν είναι και δεσμευτικά για το σήμερα και το αύριο. Αυτό που μας λείπει σήμερα, και γιαυτό καταντήσαμε εδώ που είμαστε τώρα, είναι η κρίση αξιών της πατρίδας μας συνολικά, η απουσία οράματος, η βούληση να συνεχίσομε όλοι μαζί. Πρέπει λοιπόν η απάντησή μας να απαντά και στις προκλήσεις του σήμερα μαζί με τα ιστορικά μας στοιχεία. Γιατί αλλιώς θα γίνει αυτό που είδαμε στα Ίμια, όπου ο πρωθυπουργός μας μιλούσε για αήττητα νομικά όπλα της Ελλάδας και η Τουρκία επέβαλε την καθιέρωσή τους ως γκρίζας ζώνης.
Πανελλαδικά, πρέπει να έρθουν σε επαφή όλες οι ελληνικές περιφέρειες μεταξύ τους, παρακάμπτοντας την Αθήνα, να γνωρίσουν η μια τα προβλήματα και ιδιαιτερότητες της άλλης και να συνειδητοποιήσουν ότι είναι η μια πιο παραμελημένη από την άλλη, ότι τα θέματα είναι κοινά, ότι μόνο με κοινή δράση μπορούνε πράγματι να λυθούνε. Οι περιφέρειες μαζί, οφείλουν να ξαναδούν την κρίση από τη σκοπιά της έλλειψης οράματος και να δουλέψουν για να δημιουργήσουν μια νέα προοπτική, μια νέα ιδεολογία του ελληνισμού, με εργαλεία που μας έρχονται από την αντιστασιακή μας παράδοση.
Αυτό σημαίνει κι ότι οι σύλλογοί μας θα πρέπει να γίνουν πιο ιδεολογικοί. Να σκύψουν όχι μόνο πάνω από τα έθιμα, αλλά και από τα ήθη. Και πρέπει ο καθένας μας να απαντά αποφασιστικά μόλις εγείρεται το θέμα. Με επιχειρήματα και δίχως να αφήνει περιθώριο για αμφιβολίες.
Ο αγώνας δεν είναι εύκολος γιατί το όραμα δεν υπάρχει. Το όραμα εμείς μόνο θα το ξαναφτιάξομε, ο καθα-γεις από μας, και όλοι μαζί. Κι αν δεν τα καταφέρομε θα δούμε πράματα πολύ χειρότερα από όσα έχουν ήδη εμφανιστεί.