Γράφει ο ΑΠΕΛΛΗΣ
Είναι η δεύτερη φορά που γράφω ένα κείμενο για την Πανωραία
Χατζηκώστα. Η πρώτη, ήταν σχεδόν πριν από δύο χρόνια στην αρχή ακόμη της
κρίσης. Όμως αυτή η φορά, συμπίπτει με το αποκορύφωμα της και ειδικά
τώρα, που η Ελλάδα διαβαίνει πάλι το κατώφλι της ανάγκης, η αναφορά σε
αυτήν γίνεται ακόμη πιο επίκαιρη.
Πανωραία! Πόσο ωραίο όνομα αλήθεια και πόσο ελληνικό. Και πως
η πρόθεση «παν», όταν προηγείται μιας λέξης, αποδίδει την αίσθηση μιας
ατελεύτητης και στον υπερθετικό βαθμό τονισμένης ιδιότητας που την
χαρακτηρίζει. Ομολογώ, πως κάποιες φορές νιώθω σαν να έχω πάρει
προσωπικά την υπόθεση της αποκατάστασης της μνήμης της Πανωραίας
Χατζηκώστα. Σαν να πρόκειται για ένα δικό μου άνθρωπο, που κάποιος τον
πρόσβαλλε άδικα και νιώθω την ιερή υποχρέωση να τον υπερασπιστώ από τα
σκληρά βέλη της άγνοιας.
Με λυπεί η συνεχής προσβολή της, μου φαίνεται
ακατανόητη η αδικία που της επεφύλαξε ο νεοελληνικός καθωσπρεπισμός. Την
συγκίνηση μου μπορώ να την κρύψω, αυτό που δεν μπορώ να κρύψω είναι τα
συναισθήματα που οδηγούν τα χέρια μου στο πληκτρολόγιο. Για αυτό, σας
παρακαλώ φίλοι μου, να συγχωρέσετε τη
συναισθηματική φόρτιση που χρωματίζει τις λέξεις. Αυτά τα συναισθήματα
μου γέννησε, όταν για πρώτη φορά διάβασα την αληθινή ιστορία της. Τόσο
πολύ με άγγιξε. Μια ιστορία, που 186 χρόνια μετά παραμένει στο περιθώριο
της επίσημης ιστορίας, που όσοι την διάβασαν γνωρίζουν, αλλά οι
περισσότεροι ακόμη την αγνοούν.
Κάθε φορά, λοιπόν, που ακούω κάποιον να αποκαλεί την Ελλάδα
«Ψωροκώσταινα» εξανίσταμαι. Σπεύδω αμέσως να διορθώσω, να εξηγήσω ότι
κακώς χρησιμοποιείται αυτή η έκφραση, ότι πρόκειται για μια ιστορική
απρέπεια που λίγοι γνωρίζουν.
Και αμέσως μετά, σε κάποια άλλη περίσταση
με άλλους ανθρώπους, πάλι τα ίδια. Μοιάζει σαν την Λερναία Ύδρα, που
μόλις κόψεις ένα κεφάλι φυτρώνουν άλλα δύο. Τόσο πολύ έχει αλλοιωθεί η
εικόνα που έχει ο μέσος Έλληνας για την πατρίδα του και για την Πανωραία
Χατζηκώστα. Με μια μόνο του φράση κάνει αθέλητα ένα διπλό κακό. Από τη
μια ξεφτιλίζει την πατρίδα του και από την άλλη, χλευάζει ακούσια μια
ηρωίδα. Όμως, δεν θα κουραστώ ποτέ να εξηγώ. Όσες φορές και αν χρειαστεί
να το κάνω, θα λέω πως στους ψωροκώστηδες και στους ψωρογιώργηδες που
μας έφτασαν έως εδώ, αξίζει ο χλευασμός και όχι στην Πανωραία.
Η ιστορία της μοιάζει με αρχαία τραγωδία. Θα σας την διηγηθώ
για να κρίνετε μόνοι σας την αδικημένη αυτή γυναίκα, που μεταβλήθηκε σε
αποδιοπομπαίο τράγο, για να της φορτώνουμε μέχρι σήμερα όλες τις δικές
μας αμαρτίες.
Η Πανωραία ήταν κάποτε αρχόντισσα των Κυδωνιών, του Αϊβαλιού,
και σύζυγος του πάμπλουτου Αϊβαλιώτη εμπόρου Χατζηκώστα. Φημιζόταν, όχι
μόνο για τα πλούτη του άνδρα της, αλλά και για τα δικά της και ακόμη
για την υπέροχη ομορφιά της.
Όταν οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πόλη του Αϊβαλί, από εκδίκηση για την επανάσταση των Ελλήνων στην Ελλάδα, έσφαξαν πολλούς άνδρες και γυναικόπαιδα. Η Πανωραία είδε, τότε, να σφάζουν οι Τούρκοι μπροστά στα μάτια της τον άνδρα και τα παιδιά της. Η οδύνη σάλεψε το λογικό της. Ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν, ήταν τελικά και εκείνη. Για καλή της τύχη ένας ναύτης την βοήθησε και την ανέβασε μαζί με άλλους πρόσφυγες σε ένα καράβι, που την ξεμπάρκαρε στα Ψαρά.
Όταν οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πόλη του Αϊβαλί, από εκδίκηση για την επανάσταση των Ελλήνων στην Ελλάδα, έσφαξαν πολλούς άνδρες και γυναικόπαιδα. Η Πανωραία είδε, τότε, να σφάζουν οι Τούρκοι μπροστά στα μάτια της τον άνδρα και τα παιδιά της. Η οδύνη σάλεψε το λογικό της. Ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν, ήταν τελικά και εκείνη. Για καλή της τύχη ένας ναύτης την βοήθησε και την ανέβασε μαζί με άλλους πρόσφυγες σε ένα καράβι, που την ξεμπάρκαρε στα Ψαρά.
Εκεί, την αναγνώρισε ο ομοιοπαθής
της Βενιαμίν ο Λέσβιος, την πήρε υπό την προστασία του και τον
ακολούθησε στην Πελοπόννησο. Στο ελεύθερο Ναύπλιο, ο Βενιαμίν παρέδιδε
μαθήματα για να ζήσει, και η Πανωραία, που ήταν ήδη σε προχωρημένη
ηλικία, πτωχή πια, άρχισε να ξενοπλένει.
Ἡ Πανωραία στή μορφή ἀλλά καί
στήν ψυχή, ἀδιαφορώντας γιά τά προσωπικά της προβλήματα πῆρε ὑπό τήν
προστασία της παιδιά ὀρφανά, γιά νά τά μεγαλώσει καί νά ἁπαλύνει τόν
πόνο τους.
Αργότερα, με σαλεμένο σχεδόν το μυαλό της, ζητιάνευε στους
δρόμους του Ναυπλίου. Αὐτήν τή ζητιάνα ἀντίκρυσαν τά ἀλητάκια τῆς
παραλίας καί περιπαικτικά τήν ἀποκάλεσαν «η Ψωροκώσταινα», λόγω της
μεγάλης φτώχειας της. Είναι φορές, που οι ανατροπές της ζωής ξεπερνούν
ακόμη και τα μυθιστορήματα.
Μια Κυριακή, λοιπόν, του 1826, η ερανική επιτροπή έστησε ένα
τραπέζι στην πλατεία του Ναυπλίου, προκειμένου να μαζέψει χρήματα για
τον ανεφοδιασμό του πολιορκούμενου Μεσολογγίου. Μάταια η επιτροπή
περίμενε τους δωρητές να προσφέρουν τον οβολό τους. Κανείς δεν έκανε το
πρώτο βήμα. Ὁ σοφός δάσκαλος Γεώργιος Γεννάδιος κραυγάζει: «Τό Μεσολόγγι χάνεται. Ἡ πατρίς καταστρέφεται, ὁ ἀγών ματαιοῦται, ἡ ἐλευθερία ἐκπνέει. Ἀπαιτεῖται βοήθεια σύντονος… Ἄς δώσει ἕκαστος ὅ,τι ἔχει καί δύναται…»
Τότε, και ενώ όλοι περίμεναν τους προύχοντες πρώτους να κάνουν την
κίνηση, η Πανωραία πλησίασε αδίστακτα στο τραπέζι και άφησε πάνω του όλη
της την περιουσία. Όλη της την ζωή. Σαν την πτωχή χήρα του Ευαγγελίου,
που μακάρισε ο Χριστός για το δίλεπτο της, άφησε το μοναδικό κειμήλιο
της προηγούμενης ευτυχισμένης ύπαρξης της, ένα ασημένιο δαχτυλίδι.
Η
πλύστρα Χατζηκώσταινα είπε ταπεινά: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».
Ύστερα από αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος μέσα από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της».
Αμέσως μετά, το θιγμένο φιλότιμο πήρε και έδωσε. Βροχή άρχισαν να
πέφτουν πάνω στο τραπέζι λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η μεγάλη
συνέχεια της μικρής προσφοράς της πτωχής πλύστρας Χατζηκώσταινας.
Τελικά
το Μεσολόγγι δεν σώθηκε, ποιος όμως θα μπορούσε να φανταστεί πως ο
ασήμαντος οβολός της Πανωραίας, θα αφύπνιζε το εθνικό φιλότιμο που θα
βοηθούσε την πόλη να αντισταθεί για ένα περίπου χρόνο, αλλάζοντας σχεδόν
τον ρου της ιστορίας και των επιγενομένων της;
Ασήμαντες πράξεις, θα
πείτε, με τεράστιες όμως συνέπειες.
Έπειτα από το περιστατικό του εράνου στο Ναύπλιο, όταν έφτασε
ο Κυβερνήτης Καποδίστριας στην Ελλάδα, τη συμμάζεψε από τους δρόμους
και όταν ίδρυσε το Ορφανοτροφείο, η Πανωραία, που είχε γίνει πλέον
γνωστή με το παρανόμι «Ψωροκώσταινα», προσφέρθηκε χωρίς καμιά πληρωμή,
να πλένει τα ρούχα των ορφανών παιδιών των αγωνιστών της Επανάστασης.
Τά
παιδιά τοῦ ὀρφανοτροφείου τήν ἔκλαψαν σάν μάνα τους, όταν μετά από λίγο
πέθανε, κι ἔτσι τήν παρέδωσαν στήν αἰώνια κατοικία της. Ακούτε φίλοι
μου;
Κάπου εδώ, όμως, τελειώνει και η ζωή αυτής της βασανισμένης
γυναίκας.
Έπειτα, άρχισε και η παραχάραξη της ιστορίας της. Είδαμε, πως η
Πανωραία από Χατζηκώσταινα έγινε Ψωροκώσταινα.
Πώς όμως το όνομα αυτό
συνδέθηκε με την Ελλάδα;
Η θλιβερή αυτή «έμπνευση» οφείλεται, σε ποιον
άλλο, από έναν εθνοπατέρα.
Σε μια λοιπόν συνεδρίαση της Συνέλευσης,
θέλοντας να πει για τη φτώχεια του Ελληνικού Δημοσίου, το παρομοίασε με
την πασίγνωστη ζητιάνα του Ναυπλίου.
Από τότε η λέξη επαναλήφθηκε στις
συζητήσεις και τελικά επικράτησε.
Μόνο που, όταν λέγεται τώρα δεν εννοεί
μόνο το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά και ολόκληρη την χώρα.
Η ιστορία δεν
διέσωσε το όνομα του βουλευτή, ασέλγησε όμως πάνω στο «παρανόμι» της
Πανωραίας.
Έτσι, η μορφή με την οποία αυτή η ηρωική ψυχή έμεινε γνωστή
στο πανελλήνιο, δεν είναι η εικόνα της διάπυρης από πατριωτισμό ηρωίδας,
αλλά η καρικατούρα μιας τρελής ζητιάνας.
Θα μου πει κάποιος και με το δίκιο του: Μα εδώ ολόκληρο
Κολοκοτρώνη έκλεισαν στην φυλακή, ολόκληρο θεριό τον Νικήτα
Σταματελόπουλο άφησαν μισότυφλο να πεθάνει στην ψάθα, για την Πανωραία
θα νοιάζονταν;
Σωστά, θα του απαντούσα, αλλά μόνο σε ό,τι αφορά αυτούς
που τους χαρακτηρίζει η αχαριστία και ο άκρατος καιροσκοπισμός, και όχι
τον φιλότιμο και δίκαιο ελληνικό λαό στον οποίο και απευθύνεται αυτό το
κείμενο.
Βλέπω με τα μάτια της φαντασίας την Πανωραία μαζί με τις
άλλες ηρωίδες, την Μπουμπουλίνα, την Μαυρογένους, την Τζαβέλαινα, την
Βισβίζη, να κοιτούν από ψηλά την δοκιμαζόμενη Ελλάδα.
Όμως, τώρα η
Πανωραία δεν φορά πλέον τα κουρέλια της, δεν έχει άγρια αχτένιστα
μαλλιά. Εκεί που βρίσκεται, η μορφή της είναι λουσμένη στο φως και η
ηλικία της κρατάει ανθισμένη την ομορφιά της νιότης.
Αρχόντισσα σωστή,
φοράει στο κεφάλι την λευκή μαντίλα της με τα ωραία πλουμιστά σχέδια, το
βελούδινο βυσσινί γιλέκο με τα χρυσοκέντητα στολίδια και τη μακριά της
ατλαζένια φούστα με τις βαθιές πτυχώσεις.
Μόνο, που κάθε φορά, όταν
κάποιος την αποκαλεί ψωροκώσταινα, την βλέπω να φέρνει με αναστεναγμό το
δεξί της χέρι ψηλά στο στήθος, στη θέση της καρδιάς, όπου μπήγεται σαν
μαχαίρι ο αχάριστος λόγος.
Σκέφτομαι, πως η αχαριστία απέναντι στους μεγάλους και στους
μικρούς ήρωες μας, είναι η κυρίως υπεύθυνη για τη σημερινή μας
κακοδαιμονία. Αυτή η αχαριστία ισοδυναμεί με την λήθη.
Η λήθη τροφοδοτεί
την άγνοια και η άγνοια την εθνική μας ταλαιπωρία. Η αχαριστία απέναντι
στους ήρωες, είναι μια αυτοεκπληρούμενη κατάρα που αργά ή γρήγορα
επιπίπτει δικαίως επί των κεφαλών μας.
Η τιμή προς τους ήρωες, αντίθετα,
στηρίζει τη συλλογική μνήμη και ενισχύει την εθνική συνείδηση των λαών.
Η στάση της Πανωραίας είναι ελεγκτική για τους τότε και τους
νυν προύχοντες και Βουλευτές. Είναι η φωνή της συνείδησης που ψιθυρίζει
μέσα στα αυτιά, για να ενοχλεί τον εφησυχασμό και την φιλοχρηματία τους.
Αυτοί οι ίδιοι που ονόμασαν και ονομάζουν την Ελλάδα «Ψωροκώσταινα»,
είναι εκείνοι που στέλνουν τα χρήματα τους στην Ελβετία.
Αυτοί, που κατά
ομολογία τους ηγούνται ενός λαού διεφθαρμένων και τεμπέληδων, είναι οι
ίδιοι ακάματοι εργάτες της αρπαχτής και της αναξιοπιστίας.
Αυτοί, που ζητούν θυσίες από τις κάθε λογής πτωχές Πανωραίες,
αλλά συνεχίζουν να αρνούνται τον δικό τους οβολό για τη σωτηρία της
πατρίδας.
Αλίμονο! Αυτή η χώρα πέπρωται να σώζεται πάντα από τους
Μικρούς ήρωες της και από τους άγνωστους στρατιώτες της.
Κλείνω αυτό το λόγο για την Πανωραία Χατζηκώστα,
απευθύνοντας, για πρώτη φορά από κείμενο μου, μια έκκληση σε κάθε
καλοπροαίρετο Έλληνα και Ελληνίδα.
Να βοηθήσει, όσο μπορεί στις
συναναστροφές του, για την ιστορική αποκατάσταση της Πανωραίας και της
αλήθειας. Να εξηγήσει την αυταπάρνηση που έδειξε αυτή η μεγάλη ψυχή, που
της αξίζει κάθε τιμή και σεβασμός.
Τέλος, να βάλει ένα χέρι για να
εξαφανίσουμε από το λεξιλόγιο μας την έκφραση «Ψωροκώσταινα», που
ντροπιάζει εμάς και υποτιμά την χώρα μας.
Βιβλιογραφία:
«Λεξικό Λαϊκής Σοφίας», Τάκη Νατσούλη-Εκδ. Σμυρνιωτάκη, σελ. 581.
Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα» τεύχος 13
Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα» τεύχος 13
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου